ποδόψηστρον: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />tapis.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ψάω]].
|btext=ου (τό) :<br />tapis.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ψάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποδόψηστρον''': τό, (ψάω) [[μάκτρον]] τῶν ποδῶν, πανὶ πρὸς ἀπόμαξιν τῶν ποδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 926.
|elnltext=ποδόψηστρον -ου, τό [πούς, ψάω] deurmat.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδόψηστρον:''' τό [[ковер]] Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποδόψηστρον:''' τό ([[ψάω]]), αυτό που καθαρίζει τα πόδια, [[πανί]] σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ποδόψηστρον:''' τό ([[ψάω]]), αυτό που καθαρίζει τα πόδια, [[πανί]] σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποδόψηστρον:''' τό [[ковер]] Aesch.
|lstext='''ποδόψηστρον''': τό, (ψάω) [[μάκτρον]] τῶν ποδῶν, πανὶ πρὸς ἀπόμαξιν τῶν ποδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 926.
}}
{{elnl
|elnltext=ποδόψηστρον -ου, τό [πούς, ψάω] deurmat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποδό-ψηστρον, ου, τό, [ψάω]<br />a footwiper, footcloth, Aesch.
|mdlsjtxt=ποδό-ψηστρον, ου, τό, [ψάω]<br />a footwiper, footcloth, Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδόψηστρον Medium diacritics: ποδόψηστρον Low diacritics: ποδόψηστρον Capitals: ΠΟΔΟΨΗΣΤΡΟΝ
Transliteration A: podópsēstron Transliteration B: podopsēstron Transliteration C: podopsistron Beta Code: podo/yhstron

English (LSJ)

τό, (ψάω) footwiper, footcloth, A.Ag.926.

German (Pape)

[Seite 643] τό, woran man die Füße abstreicht, abwischt, Fußdecke, Aesch. Ag. 900.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tapis.
Étymologie: πούς, ψάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδόψηστρον -ου, τό [πούς, ψάω] deurmat.

Russian (Dvoretsky)

ποδόψηστρον: τό ковер Aesch.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ψάθα στην είσοδο για τον καθαρισμό τών υποδημάτων από τις λάσπες ή το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ψηστρον (< θ. ψη- του ψάω/ ψήω «τρίβω, αγγίζω ελαφρώς, σφουγγίζω» + επίθημα -τρον, με δυσερμήνευτο -σ-, πρβλ. παρακμ. -ψησ-μαι), πρβλ. από-ψηστρον].

Greek Monotonic

ποδόψηστρον: τό (ψάω), αυτό που καθαρίζει τα πόδια, πανί σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδόψηστρον: τό, (ψάω) μάκτρον τῶν ποδῶν, πανὶ πρὸς ἀπόμαξιν τῶν ποδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 926.

Middle Liddell

ποδό-ψηστρον, ου, τό, [ψάω]
a footwiper, footcloth, Aesch.