πολυγηθής: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br />qui cause une grande joie.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γηθέω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui cause une grande joie.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γηθέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής [πολύς, γηθέω] vreugdevol. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυγηθής:''' дор. [[πολυγαθής|πολυγᾱθής]] 2 полный радости, радостный или радующий (Ὧραι Hom.; [[Διώνυσος]] Hes.; [[ὀρχηθμός]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πολυγηθής:''' Δωρ. -γᾰθής, -ές ([[γηθέω]]), [[πολύ]] [[εύθυμος]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[σαγηνευτικός]], [[πολύ]] [[χαρούμενος]], εξαιρετικά [[ευχάριστος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |lsmtext='''πολυγηθής:''' Δωρ. -γᾰθής, -ές ([[γηθέω]]), [[πολύ]] [[εύθυμος]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[σαγηνευτικός]], [[πολύ]] [[χαρούμενος]], εξαιρετικά [[ευχάριστος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολυγηθής''': Δωρ. -γᾱθής, ές, ([[γηθέω]]) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, [[φαιδρός]], Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· [[Διώνυσος]] Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυ-γηθής, δοριξ πολυ-γᾱθής, ές [[γηθέω]]<br />[[much]]-[[cheering]], [[delightful]], [[gladsome]], Il., Hes. | |mdlsjtxt=πολυ-γηθής, δοριξ πολυ-γᾱθής, ές [[γηθέω]]<br />[[much]]-[[cheering]], [[delightful]], [[gladsome]], Il., Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. πολῠ-γᾱθής, ές, (γηθέω) much-cheering, delightful, gladsome, ὧραι Il.21.450; Διώνυσος Hes.Th.941, Op.614, cf. Pi.Fr.29.5; Διὸς εὐναί Id.P.2.28; ὀρχηθμός AP9.189, etc.: also voc. -γηθε (as if from -γηθος) Orph.H.10.10.
German (Pape)
[Seite 660] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 Διώνυσος, wie Th. 941; Pind. dor. πολυγαθής, Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., ὀρχηθμός Ep. ad. 521 (IX, 189), ὄλβος Maneth. 2, 158.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une grande joie.
Étymologie: πολύς, γηθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής [πολύς, γηθέω] vreugdevol.
Russian (Dvoretsky)
πολυγηθής: дор. πολυγᾱθής 2 полный радости, радостный или радующий (Ὧραι Hom.; Διώνυσος Hes.; ὀρχηθμός Anth.).
English (Autenrieth)
ές (γηθέω): much-rejoicing, ‘ever gay,’ epithet of the Horae, conceived as never ceasing from the choral dance, Il. 21.450†.
Greek Monolingual
-ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, -ον, Α
τερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γηθής / -γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευ-γηθής].
Greek Monotonic
πολυγηθής: Δωρ. -γᾰθής, -ές (γηθέω), πολύ εύθυμος, γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, πολύ χαρούμενος, εξαιρετικά ευχάριστος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγηθής: Δωρ. -γᾱθής, ές, (γηθέω) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, φαιδρός, Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· Διώνυσος Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.
Middle Liddell
πολυ-γηθής, δοριξ πολυ-γᾱθής, ές γηθέω
much-cheering, delightful, gladsome, Il., Hes.