πολυμήχανος: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />au génie inventif, industrieux, fertile en expédients.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μηχανή]]. | |btext=ος, ον :<br />au génie inventif, industrieux, fertile en expédients.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μηχανή]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολυμήχανος -ον [πολύς, μηχανή] vindingrijk, doortrapt. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυμήχᾰνος:''' [[изобретательный]], [[остроумный]] ([[Ὀδυσσεύς]] Hom., Soph.; sc. [[Ἀπόλλων]] HH). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πολῠμήχᾰνος:''' -ον ([[μηχανή]]), [[γεμάτος]] διεξόδους, [[εφευρετικός]], αυτός που βρίσκεται [[συνεχώς]] σε πνευματική [[εγρήγορση]], λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πολῠμήχᾰνος:''' -ον ([[μηχανή]]), [[γεμάτος]] διεξόδους, [[εφευρετικός]], αυτός που βρίσκεται [[συνεχώς]] σε πνευματική [[εγρήγορση]], λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολῠμήχᾰνος''': -ον, ὁ πολλὰ μηνανώμενος, ἐπινοῶν, ἐφευρετικός, [[συνετός]], Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Β. 173, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1135· ἐν Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 319, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, π. [[μήτηρ]], ἐπὶ τῆς φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 1. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολῠ-μήχᾰνος, ον, [[μηχανή]]<br />[[full]] of [[resources]], [[inventive]], [[ever]]-[[ready]], of [[Ulysses]], Il. | |mdlsjtxt=πολῠ-μήχᾰνος, ον, [[μηχανή]]<br />[[full]] of [[resources]], [[inventive]], [[ever]]-[[ready]], of [[Ulysses]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, resourceful, inventive, epithet of Odysseus, Il.2.173, etc., cf. S.Ph. 1135 (lyr.); of Apollo, h.Merc.319; π. μήτηρ, of Nature, Orph.H.10.1; π. βουλή Opp.H.2.54: in later Prose, π. περὶ τοὺς λόγους Aristid. Or.41(4).2.
German (Pape)
[Seite 666] reich an Kunstgriffen u. Hülfsmitteln, der sich überall zu helfen weiß, sinnreich, klug; Odysseus oft bei Hom., wie Soph. Phil. 1120; Apollo, H. h. Merc. 319.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au génie inventif, industrieux, fertile en expédients.
Étymologie: πολύς, μηχανή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυμήχανος -ον [πολύς, μηχανή] vindingrijk, doortrapt.
Russian (Dvoretsky)
πολυμήχᾰνος: изобретательный, остроумный (Ὀδυσσεύς Hom., Soph.; sc. Ἀπόλλων HH).
English (Autenrieth)
much contriving, full of device; ever ready, epithet of Odysseus.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυμήχανος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν' Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ.
β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ.
«πολυμήχανος βουλή», Οππ.).
επίρρ...
πολυμηχάνως Α
με επινοητικότητα, με εφευρετικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μήχανος (< μηχανή «τέχνασμα»), πρβλ. γλυκυ-μήχανος].
Greek Monotonic
πολῠμήχᾰνος: -ον (μηχανή), γεμάτος διεξόδους, εφευρετικός, αυτός που βρίσκεται συνεχώς σε πνευματική εγρήγορση, λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμήχᾰνος: -ον, ὁ πολλὰ μηνανώμενος, ἐπινοῶν, ἐφευρετικός, συνετός, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Β. 173, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1135· ἐν Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 319, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, π. μήτηρ, ἐπὶ τῆς φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 1.
Middle Liddell
πολῠ-μήχᾰνος, ον, μηχανή
full of resources, inventive, ever-ready, of Ulysses, Il.