στέριφος: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> solide, ferme, dur;<br /><b>2</b> stérile (femme);<br /><i>Cp.</i> στεριφώτερος, <i>Sp.</i> στεριφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[στερεός]]; cf. [[στερρός]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> solide, ferme, dur;<br /><b>2</b> stérile (femme);<br /><i>Cp.</i> στεριφώτερος, <i>Sp.</i> στεριφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[στερεός]]; cf. [[στερρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=στέριφος -η -ον [~ στερεός] στέριπο Aristoph. Th. 1185, vast, hard, stevig, solide:. τὰς πρῴρας τῶν νεῶν στεριφωτέρας ἐποίησαν zij maakten de voorstevens van hun schepen steviger Thuc. 7.36.2.<br />στέριφος -η -ον [~ στεῖρος] onvruchtbaar, van vrouwen.
}}
{{elru
|elrutext='''στέρῐφος:''' [[бесплодный]] (sc. [[γυνή]] Plat.; ἡ [[ἵππος]] Arst.).<br />твердый, плотный, крепкий Thuc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέρῐφος:''' -η, -ον, = [[στερεός]], [[στερρός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[σταθερός]], [[συμπαγής]], [[πάγιος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[στεῖρος]], Λατ. [[sterilis]], αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει απογόνους, [[στείρος]], [[άκαρπος]], [[άφορος]], [[άγονος]], [[στέρφος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''στέρῐφος:''' -η, -ον, = [[στερεός]], [[στερρός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[σταθερός]], [[συμπαγής]], [[πάγιος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[στεῖρος]], Λατ. [[sterilis]], αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει απογόνους, [[στείρος]], [[άκαρπος]], [[άφορος]], [[άγονος]], [[στέρφος]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=στέριφος -η -ον [~ στερεός] στέριπο Aristoph. Th. 1185, vast, hard, stevig, solide:. τὰς πρῴρας τῶν νεῶν στεριφωτέρας ἐποίησαν zij maakten de voorstevens van hun schepen steviger Thuc. 7.36.2.<br />στέριφος -η -ον [~ στεῖρος] onvruchtbaar, van vrouwen.
}}
{{elru
|elrutext='''στέρῐφος:''' [[бесплодный]] (sc. [[γυνή]] Plat.; ἡ [[ἵππος]] Arst.).<br />твердый, плотный, крепкий Thuc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 23:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέρῐφος Medium diacritics: στέριφος Low diacritics: στέριφος Capitals: ΣΤΕΡΙΦΟΣ
Transliteration A: stériphos Transliteration B: steriphos Transliteration C: sterifos Beta Code: ste/rifos

English (LSJ)

η, ον,= στερεός, A firm, solid, of ground, διὰ τοῦ ἕλους, ᾗ ἦν . . -ώτατον Th.6.101, cf. Anon. ap. Suid. s.h.v.; τὰς πρῴρας -ωτέρας ἐποίησαν Th.7.36; στερίφοις . . τοῖς ἐμβόλοις with their rams made solid, ibid. 2 Subst. στέριφον, τό, rock-bottom, IG22.1668.8, 1682.5. II = στεῖρα (B), barren, unfruitful, of women, Ar.Th. 641, Pl.Tht.149b; of animals, Arist.HA611a12; of fruit, Thphr.CP 2.11.1.

German (Pape)

[Seite 937] = στερεός, στεῤῥός, starr, steif, fest; ῃ πηλῶδες ἦν καὶ στεριφώτατον, Thuc. 6, 101; τὰς πρώρας τῶν νεῶν ξυντεμόντες ἐς ἔλασσον στεριφωτέρας ἐποίησαν, 7, 56; unfruchtbar, Ar. Th. 641, von einer Frau, wie Plat. Theaet. 149 b; Arist. H. A. 9, 4; vgl. Ruhnk. Tim. p. 239. – Beim Schiffe ist ἡ στέριφος = στεῖρα, Suid. v. ἐπωτίσιν.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 solide, ferme, dur;
2 stérile (femme);
Cp. στεριφώτερος, Sp. στεριφώτατος.
Étymologie: στερεός; cf. στερρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέριφος -η -ον [~ στερεός] στέριπο Aristoph. Th. 1185, vast, hard, stevig, solide:. τὰς πρῴρας τῶν νεῶν στεριφωτέρας ἐποίησαν zij maakten de voorstevens van hun schepen steviger Thuc. 7.36.2.
στέριφος -η -ον [~ στεῖρος] onvruchtbaar, van vrouwen.

Russian (Dvoretsky)

στέρῐφος: бесплодный (sc. γυνή Plat.; ἡ ἵππος Arst.).
твердый, плотный, крепкий Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

στέρῐφος: -η, -ον, = στερεός, στερρός, σταθερός, στερεός, ἐπὶ ἐδάφους, διὰ τοῦ ἕλους ἦν ... στεριφώτατον Θουκ. 6. 101, πρβλ. Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ.· τὰς πρῴρας στεριφωτέρας ἐποίησας Θουκ. 7. 36· στερίφοις ... τοῖς ἐμβόλοις, μὲ τὰ ἔμβολά των πεποιημένα στερεά, αὐτόθι. ΙΙ. στεῖρος, Λατιν. sterilis, ἄγονος, ἄκαρπος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 641, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β, πρβλ. Ruhnk. Tim.· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4· ἐπὶ καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11, 2. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., στέριφος: ἡ, στεῖρα (Β), κοινῶς «στέρφος», Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στεῖρα, μὴ τεκοῦσα, μηδὲ τίκτουσα», καὶ «στερίφοις· ἀνισχύροις, ἀγόνοις», καὶ «στεριφώτερον· ἀνισχυρότερον. μὴ στερεώτερον».

Greek Monolingual

(I)
-ίφη, -ον, Α
1. στερεός, σταθερός, ασφαλής
2. το θηλ. ως ουσ.στέριφος
η στείρα πλοίου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στέριφον
α) η ρίζα βράχου
β) έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. στερ- του στερεός με εκφραστικό επίθημα -φος (πρβλ. ἔλαφος, ἔριφος). Το επίθ. είναι ομώνυμο του στέριφος (ΙΙ)].
(II)
-ίφη, -ον, Α
(για γυναίκα) στείρα, άγονη («στερίφη γὰρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα πώποτε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. ιδιόμορφου σχηματισμού < θ. στερ- της λ. στεῖρα «γυναίκα που δεν έχει ή δεν μπορεί πια να τεκνοποιήσει» και εκφραστικό επίθημα -φος (πρβλ. ἔλαφος, ἔριφος). Το επίθ. είναι ομώνυμο του στέριφος (Ι) (βλ. και λ. στερεός)].

Greek Monotonic

στέρῐφος: -η, -ον, = στερεός, στερρός·
I. σταθερός, συμπαγής, πάγιος, σε Θουκ.
II. στεῖρος, Λατ. sterilis, αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει απογόνους, στείρος, άκαρπος, άφορος, άγονος, στέρφος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

στέρῐφος, η, ον = στερεός, στερρός
I. firm, solid, Thuc.
II. = στεῖρος, Lat. sterilis, barren, Plat.

English (Woodhouse)

hard, solid, stout, hard of ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)