φύσκη: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />gros intestin ; viande dont on le farcit, saucisson, boudin.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />gros intestin ; viande dont on le farcit, saucisson, boudin.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φύσκη:''' ἡ [[набитая мясом кишка]], [[колбаса]] Arph., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φύσκη:''' ἡ ([[φυσάω]]), [[στομάχι]] ή παχύ [[έντερο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φύσκη:''' ἡ ([[φυσάω]]), [[στομάχι]] ή παχύ [[έντερο]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φύσκη:''' ἡ [[набитая мясом кишка]], [[колбаса]] Arph., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φύσκη]], ἡ, [[φυσάω]]<br />a [[sausage]] or [[black]]-pudding, Ar.
|mdlsjtxt=[[φύσκη]], ἡ, [[φυσάω]]<br />a [[sausage]] or [[black]]-pudding, Ar.
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύσκη Medium diacritics: φύσκη Low diacritics: φύσκη Capitals: ΦΥΣΚΗ
Transliteration A: phýskē Transliteration B: physkē Transliteration C: fyski Beta Code: fu/skh

English (LSJ)

ἡ, (φυσάω) A the large intestine, esp. as stuffed with pudding, sausage, black-pudding, gen. φύσκης Ar.Eq.364, Pherecr.45; pl. φύσκαι Cratin.164 (troch.); nom. sg. φύσκη Eub.63.6 (anap.), Dor. φύσκα prob.a nickname, 'pot-belly', Sophr.23; acc. φύσκην Philem. 60.2. II blister or weal on the hand, Sch.Ar.V.1114 (nom. φύσκα). III gall-bag on a plant, Dsc.Alex.22.

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, der Magen u. der dicke Darm u. die daraus bereitete Wurst, Ar. Equ. 364 u. a. com.; – die Blase, Schwiele in der Hand, Schol. Ar. Vesp. 1119.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gros intestin ; viande dont on le farcit, saucisson, boudin.
Étymologie: φυσάω.

Russian (Dvoretsky)

φύσκη:набитая мясом кишка, колбаса Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φύσκη: ἡ, κοινῶς «φοῦσκα», ὁ στόμαχος ἢ τὸ παχὺ ἔντερον, ἅπερ παρεσκεύαζον πληροῦντες μὲ κρέας κοπανιστὸν καὶ ἄλλα, «κοιλιὰ παραγεμιστὴ ἢ κωλάντερον», Λατ. botulus, γεν. φύσκης Ἀριστοφάν. Ἱππ. 364˙ φύσκης τόμος Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1˙ πληθ. φύσκαι Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1˙ ἑνικ. ὀνομ. φύσκη Εὔβουλος ἐν «Λάκωσι» 1˙ αἰτ. φύσκην Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 1˙ ΙΙ. φλύκταινα ἐν τῇ χειρὶ ἐκ τοῦ κωπηλατεῖν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Σφ. 1117, ἔνθα ἡ ὀνομ. φύσκα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και φύσκα Ν
1. το στομάχι
2. το παχύ έντερο
3. φλύκταινα, φουσκάλα
νεοελλ.
κύστη, φούσκα
αρχ.
1. λουκάνικο από αίμα και λίπος χοίρου
2. (σχετικά με φυτά) κηκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύσκη συνδέεται με τη λ. φῦσα, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο τρόπος σχηματισμού του. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. φυ- με επίθημα -σκη (πρβλ. μά-σκη), ενώ, κατ' άλλους, εμφανίζει επίθημα -κη (πρβλ. φώ-κη) και έχει προέλθει μέσω ενός τ. φύσ-κη ή φύτ-κη (για τις μορφές φυ-, φυσ- και φυτ- του θ. βλ. λ. φῦσα)].

Greek Monotonic

φύσκη: ἡ (φυσάω), στομάχι ή παχύ έντερο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φύσκη, ἡ, φυσάω
a sausage or black-pudding, Ar.