ἀνθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fleuri.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />fleuri.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθοφόρος:''' [[приносящий цветы]], [[цветущий]] ([[ἄλσος]] Arph., Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που έχει λουλούδια, [[λουλουδάτος]], σε Αριστοφ., Ανθ.
|lsmtext='''ἀνθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που έχει λουλούδια, [[λουλουδάτος]], σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθοφόρος:''' [[приносящий цветы]], [[цветущий]] ([[ἄλσος]] Arph., Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[bearing]] flowers, [[flowery]], Ar., Anth.
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[bearing]] flowers, [[flowery]], Ar., Anth.
}}
}}

Revision as of 17:43, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοφόρος Medium diacritics: ἀνθοφόρος Low diacritics: ανθοφόρος Capitals: ΑΝΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: anthophóros Transliteration B: anthophoros Transliteration C: anthoforos Beta Code: a)nqofo/ros

English (LSJ)

ον, A bearing flowers, flowery, ἄλσος Ar.Ra.445, AP12.256 (Mel.); opp. κάρπιμος, Thphr.CP1.5.5. II ἀνθοφόρος, ἡ, flower-bearer, title of a priestess of Demeter and Kore, IG12(8).526 (Thasos), cf. 609(ibid.)

Spanish (DGE)

-ον
I 1que produce flores, florido, ἄλσος Ar.Ra.441, AP 12.256 (Mel.), cf. Thphr.CP 1.5.5, op. ἀνανθής Thphr.HP 1.3.5 (= Hippo A.19).
2 portador de flores εἶδον ἐν Ῥώμῃ τοὺς ἀνθοφόρους Philostr.Ep.55.
II subst.
1 ἡ ἀ. sacerdotisa de Deméter, IG 12(8).526 (Tasos), cf. 609 (Tasos).
2 como n. pr. ἡ Ἀ. Antóforo n. gr. de la divinidad latina Feronia, D.H.3.32.
3 bot. zarzaparrilla, Smilax áspera L. o correhuela de cercas, Convolvulus sepium L., Plin.HN 24.82.

German (Pape)

[Seite 233] Blumen tragend, blühend, ἄλσος, Ar. Ran. 442; übertr., παῖδες Mel. 2, 31 (XII, 256. 165).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fleuri.
Étymologie: ἄνθος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοφόρος: приносящий цветы, цветущий (ἄλσος Arph., Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἄνθη, ὁ πλήρης ἀνθέων, ἄλσος Ἀριστοφ. Βάτρ. 442, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 256· κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ κάρπιμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5. 2) ἀνθοφόρος, ἡ, ἱέρεια ἧς ἡ ὑπηρεσία ἦτο νὰ φέρῃ ἄνθη τὸ ἄγαλμα θεᾶς καὶ ἰδίως τῆς Ἀφροδίτης, σῶμα ... παρθένου ἀνθοφόρου τύμβος ὅδ’ ἐγκατέχει Συλλ. Ἐπιγρ. 2161b, 2162· οὕτως, ἀνθηφόρον τῆς θεοῦ Ἀφροδίτης (ἐν τῇ ἐπιγρ. Ἀφροδείτης) Ἐπιγρ. Ἀφροδισ. αὐτόθι 2821, 2822.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀνθοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος
νεοελλ.
1. ανθοστόλιστος
2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος
α) βοτ. ο μίσχος του άνθους
β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια
αρχ.
1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, καλλωπιστικός
2. (για ιέρεια) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια.

Greek Monotonic

ἀνθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λουλούδια, λουλουδάτος, σε Αριστοφ., Ανθ.

Middle Liddell

φέρω
bearing flowers, flowery, Ar., Anth.