ἐναριθμέω: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />compter : μηδέν SOPH pour rien.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀριθμέω]].
|btext=-ῶ :<br />compter : μηδέν SOPH pour rien.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀριθμέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾰριθμέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[относить к числу]] (чего-л.), причислять (τὴν ἡδονὴν τοῖς ἀγαθοῖς Arst.): τινα καὶ τὸ μηδὲν [[ἴσα]] ἐ. Soph. приравнивать кого-л. к нулю;<br /><b class="num">2)</b> med. [[учитывать]], [[принимать во внимание]]: εἰ τοὐμὸν [[ἔχθος]] ἐναριθμεῖ κῆδός τ᾽ ἐμόν Eur. если тебе не безразлично быть ли со мной во вражде, или в близком родстве.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπολογίζω]], [[μετρώ]], [[λογαριάζω]], [[συνυπολογίζω]], [[συγκαταλέγω]], [[λογαριάζω]], [[οὐδέν]], [[αψηφώ]], σε Σοφ. — Μέσ., = <i>ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι</i>, [[υπολογίζω]], [[καταμετρώ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐνᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπολογίζω]], [[μετρώ]], [[λογαριάζω]], [[συνυπολογίζω]], [[συγκαταλέγω]], [[λογαριάζω]], [[οὐδέν]], [[αψηφώ]], σε Σοφ. — Μέσ., = <i>ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι</i>, [[υπολογίζω]], [[καταμετρώ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾰριθμέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[относить к числу]] (чего-л.), причислять (τὴν ἡδονὴν τοῖς ἀγαθοῖς Arst.): τινα καὶ τὸ μηδὲν [[ἴσα]] ἐ. Soph. приравнивать кого-л. к нулю;<br /><b class="num">2)</b> med. [[учитывать]], [[принимать во внимание]]: εἰ τοὐμὸν [[ἔχθος]] ἐναριθμεῖ κῆδός τ᾽ ἐμόν Eur. если тебе не безразлично быть ли со мной во вражде, или в близком родстве.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[reckon]] in or [[among]]: to [[reckon]], [[account]], [[οὐδέν]] as [[nothing]], Soph.:—Mid., = ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, to make [[account]] of, Eur.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[reckon]] in or [[among]]: to [[reckon]], [[account]], [[οὐδέν]] as [[nothing]], Soph.:—Mid., = ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, to make [[account]] of, Eur.
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰριθμέω Medium diacritics: ἐναριθμέω Low diacritics: εναριθμέω Capitals: ΕΝΑΡΙΘΜΕΩ
Transliteration A: enarithméō Transliteration B: enarithmeō Transliteration C: enarithmeo Beta Code: e)nariqme/w

English (LSJ)

A reckon in or among, in Pass., Arist.SE170a8, MM 1204a23, Luc.Eun.8. II account, ἴσα καὶ τὸ μηδέν as nothing, S. OT1188 (lyr.):—Med., = ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, make account of, value, E.Or.623.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῐ- E.Or.623]
1 contar, incluir en o entre c. ac. y dat. ὑγίειαν ... τοῖς ἀγαθοῖς Chrysipp.Stoic.3.36.2, ἐναριθμῆσαι κἀμὲ τοῖς ἄλλοις φίλοις Luc.Symp.22, θηρσὶν ὑμᾶς δεινοῖς A.Andr.Gr.56.9, καταχθονίοις ... τὸν Ἀπόστολον Gr.Nyss.M.46.72B, cf. Basil.Ep.240.3, en v. pas. τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς Arist.MM 1204a23, αἳ (κορῶναι) μήτε περιστεραῖς μήτε κόραξιν ἐναριθμοῖντο ἄν Luc.Eun.8
c. giro prep. ποιότητας ... ἐν αὐτῇ ... ἐνηριθμήσαμεν Plot.6.3.16, en v. pas. εἰς τὰ σὰ πρόβατα A.Thom.A 59, ἐναριθμηθῆναί με μετὰ πάντων τῶν εὐεργετηθέντων POxy.2479.27 (VI d.C.).
2 tener en consideración, tener en cuenta, valorar ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μηδὲν ζώσας ἐναριθμῶ valoro vuestras vidas como igual a nada S.OT 1188, en v. pas. μὴ ἐναριθμουμένου «τοῦ ἐν ἀρχῇ» e.d. violando la regla que proscribe la petitio principii Arist.SE 170a8
en v. med. mismo sent. εἰ τοὐμὸν ἔχθος ἐναριθμῇ κῆδός τ' ἐμόν E.l.c.

German (Pape)

[Seite 829] dazu, darunterzählen, rechnen; ὡς ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μηδὲν ζώσας ἐναριθμῶ Soph. O. R. 1188; τισί, unter, Luc. – Auch med., εἰ τοὐμὸν ἔχθος ἐναριθμεῖ, Eur. Or. 615, in Anschlag bringst, achtest.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
compter : μηδέν SOPH pour rien.
Étymologie: ἐν, ἀριθμέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾰριθμέω:
1) относить к числу (чего-л.), причислять (τὴν ἡδονὴν τοῖς ἀγαθοῖς Arst.): τινα καὶ τὸ μηδὲν ἴσα ἐ. Soph. приравнивать кого-л. к нулю;
2) med. учитывать, принимать во внимание: εἰ τοὐμὸν ἔχθος ἐναριθμεῖ κῆδός τ᾽ ἐμόν Eur. если тебе не безразлично быть ли со мной во вражде, или в близком родстве.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰριθμέω: καταριθμῶ εἰς ἢ μεταξύ, συναριθμῶ, οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 7, 1· ἔτι παρὰ τὸ μὴ ἐναριθμουμένου τοῦ ἐν ἀρχῇ τὸ ἐν ἀρχῇ λαμβάνειν Σοφ. Ἔλεγχ. 8, 4. ΙΙ. λογαριάζω, θεωρῶ, ἰὼ γενεαὶ βροτῶν, ὡς ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μηδὲν ζώσας ἐναριθμῶ Σοφ. Ο. Τ. 1188, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: ― Μέσ., ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, εἰ τοὐμὸν ἔχθος ἐναριθμεῖ, «ἐναριθμεῖ δὲ ἀντὶ τοῦ φροντίζεις καὶ ἐν φροντίδι ἔχεις» ἢ «ἐν ἀριθμῷ τάττεις, ἀξιοῖς λόγου» (Σχόλ.), Εὐρ. Ὀρεστ. 623.

Greek Monotonic

ἐνᾰριθμέω: μέλ. -ήσω, υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω, συνυπολογίζω, συγκαταλέγω, λογαριάζω, οὐδέν, αψηφώ, σε Σοφ. — Μέσ., = ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, υπολογίζω, καταμετρώ, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to reckon in or among: to reckon, account, οὐδέν as nothing, Soph.:—Mid., = ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, to make account of, Eur.