ἐργατίνης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> (ὁ, ἡ) laborieux, actif;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[ἐργατίνης]] :<br /><b>1</b> travailleur;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάτης]].
|btext=ου;<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> (ὁ, ἡ) laborieux, actif;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[ἐργατίνης]] :<br /><b>1</b> travailleur;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐργᾰτίνης:'''<br /><b class="num">I</b> дор. ἐργᾰτίνας, ου adj. m, f трудолюбивый, трудящийся, трудовой ([[βουκαῖος]] Theocr.; παλάμαι Anth.).<br />ου ὁ работник, труженик Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐργᾰτίνης:''' [ῐ], -ου, ὁ, = [[ἐργάτης]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεωργός]], [[καλλιεργητής]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]], [[κοπιαστικός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] ή εξασκεί μια [[τέχνη]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐργᾰτίνης:''' [ῐ], -ου, ὁ, = [[ἐργάτης]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεωργός]], [[καλλιεργητής]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]], [[κοπιαστικός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] ή εξασκεί μια [[τέχνη]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐργᾰτίνης:'''<br /><b class="num">I</b> дор. ἐργᾰτίνας, ου adj. m, f трудолюбивый, трудящийся, трудовой ([[βουκαῖος]] Theocr.; παλάμαι Anth.).<br />ου ὁ работник, труженик Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐργᾰτῐ́νης, ου, = [[ἐργάτης]],]<br /><b class="num">I.</b> a [[husbandman]], Theocr.<br /><b class="num">2.</b> as adj., [[active]], [[laborious]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> c. gen. [[making]] a [[thing]] or practising an art, Anth.
|mdlsjtxt=ἐργᾰτῐ́νης, ου, = [[ἐργάτης]],]<br /><b class="num">I.</b> a [[husbandman]], Theocr.<br /><b class="num">2.</b> as adj., [[active]], [[laborious]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> c. gen. [[making]] a [[thing]] or practising an art, Anth.
}}
}}

Revision as of 20:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰτίνης Medium diacritics: ἐργατίνης Low diacritics: εργατίνης Capitals: ΕΡΓΑΤΙΝΗΣ
Transliteration A: ergatínēs Transliteration B: ergatinēs Transliteration C: ergatinis Beta Code: e)rgati/nhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, A = ἐργάτης, esp. husbandman, Theoc.10.1, A.R.2.376 (pl.); ἐ. ἄνδρες Theoc.21.3, AP11.58 (Maced.); βοῦς ἐ. A.R.2.663 (pl.), AP 6.228 (Adaeus). II c. gen., making a thing or practising an art, μέλιτος ὁ χρυσὸς ἐ. AP5.239 (Maced.); Κύπριδος ib.274 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1020] ὁ, = ἐργάτης, der Arbeiter, u. adj. arbeitsam, thätig, Theocr. 10, 1. 21, 3, vom Landbauer; sp. D., ἀνέρες Haced. 18 (XI, 58); βοῦς Add. 3 (VI, 228), wie Ap. Rh. 2, 663; Κύπριδος Paul. Sil. 12 (V, 2751; auch fem., παλάμαι Ep. ad. 194 (App. 323).

French (Bailly abrégé)

ου;
I. adj. (ὁ, ἡ) laborieux, actif;
II. subst.ἐργατίνης :
1 travailleur;
2 particul. cultivateur.
Étymologie: ἐργάτης.

Russian (Dvoretsky)

ἐργᾰτίνης:
I дор. ἐργᾰτίνας, ου adj. m, f трудолюбивый, трудящийся, трудовой (βουκαῖος Theocr.; παλάμαι Anth.).
ου ὁ работник, труженик Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργᾰτίνης: ῐ, ου, ὁ, = ἐργάτης, ἰδίως γεωργός, ἐργ. βουκαῖος, ἐργ. ἀνὴρ Θεόκρ. 10. 1., 21. 3, Ἀνθ. Π. 11. 58· οὕτω, βοῦς ἐργ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 663, Ἀνθ. Π. 6. 228. 2) ὡς ἐπίθ., ἐργατικός, δραστήριος, ἐνεργητικός, μετὰ θηλ. οὐσιαστ., ἐργατίναις παλάμαισιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 323. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐργαζόμενός τι ἢ ἀσκῶν τέχνην τινά, Ἀνθ. Π. 5. 240, 275.

Greek Monolingual

ἐργατίνης, ὁ (AM)
1. εργάτης, γεωργός
2. αυτός που ασκεί μια τέχνη
3. (για τον Χριστό) δημιουργός
4. ως επίθ. εργατικός, δραστήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργάτης με κατάλ. -ίνης που συνήθως μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αισχ-ίνης)].

Greek Monotonic

ἐργᾰτίνης: [ῐ], -ου, ὁ, = ἐργάτης·
I. 1. γεωργός, καλλιεργητής, σε Θεόκρ.
2. ως επίθ., ενεργητικός, δραστήριος, κοπιαστικός, σε Ανθ.
II. με γεν., αυτός που κατασκευάζει κάτι ή εξασκεί μια τέχνη, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐργᾰτῐ́νης, ου, = ἐργάτης,]
I. a husbandman, Theocr.
2. as adj., active, laborious, Anth.
II. c. gen. making a thing or practising an art, Anth.