ὀχληρός: Difference between revisions
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />importun, fatigant, ennuyeux;<br /><i>Cp.</i> ὀχληρότερος, <i>Sp.</i> ὀχληρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]]. | |btext=ά, όν :<br />importun, fatigant, ennuyeux;<br /><i>Cp.</i> ὀχληρότερος, <i>Sp.</i> ὀχληρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχληρός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> [[докучный]], [[беспокоящий]], [[надоедливый]] (οὐκ ὀ. ἔσομαί σοι πυνθανόμενος Plat.): πλοίῳ διαβαίνειν ὀχληρὸν ἦν Her. переправляться (через Эвфрат) на судне было неудобно;<br /><b class="num">2)</b> [[беспокойный]], [[шумный]] (συμπόται Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀχληρός:''' -ά, -όν, [[ενοχλητικός]], αυτός που γίνεται [[φόρτωμα]], που βαρύνει ή στενοχωρεί κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ., Πλάτ. | |lsmtext='''ὀχληρός:''' -ά, -όν, [[ενοχλητικός]], αυτός που γίνεται [[φόρτωμα]], που βαρύνει ή στενοχωρεί κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:44, 3 October 2022
English (LSJ)
ά, όν, A troublesome, irksome, importunate, of persons, Aeschin.1.135, D.Prooem.48; ἴσθ' ὀ. ὢν δόμοις Ar.Ach.460 (parody); ὀ. ἴσθ' ὤν E.Hel.452; τινι to one, Id.Alc.540, Pl.Hp.Ma.295b; of a writer, offensive, D.H.Th.30. 2 of things, troublesome, annoying, Hdt.1.186, Isoc.5.151, etc. Adv. -ρῶς D.H.Dem.15: Comp. -οτέρως, ἔχειν Hp.Epid.1.19, Phld.Mus.p.63K. II turbulent, συμπόται Pl. R.569a.
German (Pape)
[Seite 430] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ ἐπαχθής, Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. ταραχώδης.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
importun, fatigant, ennuyeux;
Cp. ὀχληρότερος, Sp. ὀχληρότατος.
Étymologie: ὄχλος.
Russian (Dvoretsky)
ὀχληρός: 3
1) докучный, беспокоящий, надоедливый (οὐκ ὀ. ἔσομαί σοι πυνθανόμενος Plat.): πλοίῳ διαβαίνειν ὀχληρὸν ἦν Her. переправляться (через Эвфрат) на судне было неудобно;
2) беспокойный, шумный (συμπόται Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀχληρός: -ά, -όν, ἐνοχλητικός, φέρων ἐνόχλησιν, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κλ.· ὀχληρὸς ἴσθ’ ὢν Εὐριπ. Ἑλ. 452· παρῳδεῖται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 460 τινι, εἴς τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 540, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ἐπὶ συγγραφέως, προσβλητικὸς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν ἀνίαν, ὀχληρός, Ἡρόδ. 1. 186, Ἰσοκρ. 112D, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 15· συγκρ. -οτέρως, Ἱππ. 955Ε. ΙΙ. ταραχώδης, ξυμπότης Πλάτ. Πολ. 569Α.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ὀχληρός, -ά, -όν)
(για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός
αρχ.
1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός
2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός
3. θορυβώδης, ταραχώδης.
επίρρ...
οχληρώς και -ά (Α ὀχληρῶς)
με οχληρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].
Greek Monotonic
ὀχληρός: -ά, -όν, ενοχλητικός, αυτός που γίνεται φόρτωμα, που βαρύνει ή στενοχωρεί κάποιον, σε Ηρόδ., Ευρ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὀχληρός, ή, όν [from ὀχλέω
troublesome, irksome, importunate, Hdt., Eur., Plat.
English (Woodhouse)
annoying, dismal, distressing, dreary, grievous, importunate, irksome, tiresome, troublesome, wearisome
Translations
Bulgarian: неприятен, досаден; Chinese Mandarin: 討厭, 讨厌, 煩人, 烦人, 麻煩, 麻烦; Min Nan: lo1so1, lui1-lui1-tui1-tui1, 啰嗦; Danish: generende; Esperanto: ĝena; Finnish: vaivalloinen, hankala, työläs; French: gênant, troublant; Galician: problemático; German: lästig, leidig, problembeladen, problematisch; Ancient Greek: ὀχληρός, χαλεπός, ἀργαλέος; Hungarian: bajos; Irish: aimpléiseach, trioblóideach; Japanese: 厄介, 迷惑, 面倒; Khmer: យ៉ាប់; Latin: molestus; Maori: whangawhanga, whakatōwenewene; Middle English: noyous; Norwegian Bokmål: sjenerende; Polish: kłopotliwy; Portuguese: problemático, difícil; Russian: беспокойный, хлопотный; Scottish Gaelic: draghail; Spanish: problemático, prolijo; Swedish: besvärlig; Welsh: helbulus, trafferthus; Westrobothnian: omaksam