ὁμῆλιξ: Difference between revisions
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ήλικος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> de même âge ; compagnon;<br /><b>2</b> de même grandeur.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἧλιξ]]. | |btext=ήλικος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> de même âge ; compagnon;<br /><b>2</b> de même grandeur.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἧλιξ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμῆλιξ:''' ῐκος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[одного возраста]], [[ровесник]] ([[κάλλιστος]] τῶν ὁμηλίκων Plut.): ὁ. τινος Eur. одного возраста с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[одинакового роста]] (ἄνθρωποι Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον, [[συνομήλικος]], λέγεται [[κυρίως]] για νέους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[συνομήλικος]], [[σύντροφος]], Λατ. [[aequalis]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[ανάστημα]] με κάποιον, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὁμῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον, [[συνομήλικος]], λέγεται [[κυρίως]] για νέους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[συνομήλικος]], [[σύντροφος]], Λατ. [[aequalis]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[ανάστημα]] με κάποιον, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
Aeol. ὐμᾶλιξ Theoc.30.20 : ῐκος, ὁ, ἡ :—A of the same age, mostly of young persons, Od.15.197, 16.419, Hes.Op.444,447, Hdt. 1.99, E.Hipp.1098, etc.; of things, παραδοχὰς . . ὁμήλικας χρόνῳ Id.Ba.201. 2 as substantive, equal in age, comrade, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα (of an elderly man) Od.19.358; δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁ. E.Alc. 953. II of like stature, Luc.Pr.Im.13 : neut., ὁμήλικα ζῷα Apollon.Mir.17.
German (Pape)
[Seite 330] ικος, gleichaltrig, bes. von gleicher Jugend, Od. 15, 197. 16, 419 u. öfter; Hes. O. 446. 449; τῆσδε γῆς μοι ὁμήλικες, Eur. Hipp. 1098; Alc. 956 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie Luc. pro imag. 13, auch übh. von gleicher Größe.
French (Bailly abrégé)
ήλικος (ὁ, ἡ)
1 de même âge ; compagnon;
2 de même grandeur.
Étymologie: ὁμός, ἧλιξ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμῆλιξ: ῐκος adj.
1) одного возраста, ровесник (κάλλιστος τῶν ὁμηλίκων Plut.): ὁ. τινος Eur. одного возраста с кем-л.;
2) одинакового роста (ἄνθρωποι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχων, συνηλικιώτης, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 197, Π. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442, 445, Ἡρόδ. 1. 99, Εὐρ. Ἱππ. 1098, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁμ. χαίτη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 21· ― οὐδ., ὁμήλικα ζῷα Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 17. 2) ὡς οὐσιαστ., ἄνθρωπος τῆς αὐτῆς ἡλικίας, σύντροφος, Λατ. aequalis, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα, ἔνθα τοῦτο λέγεται περὶ ἀνθρώπου πρεσβύτου, Ὀδ. Τ. 358· δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁμ. Εὐρ. Ἄλκ. 953. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ἀνάστημα, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 13.
English (Autenrieth)
ικος: of like age; τινός, ‘with’ one, Od. 19.358.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ ὁμῆλιξ, Α και ὁμοῆλιξ, και αιολ. τ. ὐμᾱλιξ)
(ιδίως για νεαρά άτομα) αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που έχει το ίδιο ανάστημα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισ-ήλιξ)].
Greek Monotonic
ὁμῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον, συνομήλικος, λέγεται κυρίως για νέους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. ως ουσ., συνομήλικος, σύντροφος, Λατ. aequalis, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. αυτός που έχει το ίδιο ανάστημα με κάποιον, σε Λουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: of the same age
See also: s. ἧλιξ.
Middle Liddell
ὁμ-ῆλιξ, ῐκος,
I. of the same age, mostly of young persons, Od., Hdt., etc.
2. as substantive an equal in age, comrade, Lat. aequalis, Od., Eur.
II. of like stature, Luc.
Frisk Etymology German
ὁμῆλιξ: {homē̃liks}
Meaning: gleichalterig
See also: s. ἧλιξ.
Page 2,386
English (Woodhouse)
contemporary, equal in age, one of the same age, one's equal