ὄροφος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> roseau dont on couvre les maisons;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toiture ; toit <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐρέφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> roseau dont on couvre les maisons;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toiture ; toit <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄροφος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[тростник]], [[камыш]] (использовавшийся в качестве кровельного материала) (ὄ. [[λαχνήεις]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[кровля]], [[крыша]] (τοῦ οἰκήματος Thuc.): ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον [[ἰέναι]] Plat. жить под одной крышей;<br /><b class="num">3)</b> pl. [[храм]] (ὄροφοι Φοίβου Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄροφος:''' ὁ ([[ἐρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> με περιληπτική [[σημασία]], καλάμια που χρησιμοποιούνται για να στεγάζουν τα σπίτια, καλαμοσκεπή, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὀροφή]], [[στέγη]], Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὄροφος:''' ὁ ([[ἐρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> με περιληπτική [[σημασία]], καλάμια που χρησιμοποιούνται για να στεγάζουν τα σπίτια, καλαμοσκεπή, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὀροφή]], [[στέγη]], Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄροφος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[тростник]], [[камыш]] (использовавшийся в качестве кровельного материала) (ὄ. [[λαχνήεις]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[кровля]], [[крыша]] (τοῦ οἰκήματος Thuc.): ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον [[ἰέναι]] Plat. жить под одной крышей;<br /><b class="num">3)</b> pl. [[храм]] (ὄροφοι Φοίβου Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὄροφος]], ὁ, [[ἐρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> in [[collective]] [[sense]], the reeds used for thatching houses, Il.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὀροφή]], a [[roof]], Orac. ap. Hdt., Aesch., etc.
|mdlsjtxt=[[ὄροφος]], ὁ, [[ἐρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> in [[collective]] [[sense]], the reeds used for thatching houses, Il.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὀροφή]], a [[roof]], Orac. ap. Hdt., Aesch., etc.
}}
}}

Revision as of 21:47, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄροφος Medium diacritics: ὄροφος Low diacritics: όροφος Capitals: ΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: órophos Transliteration B: orophos Transliteration C: orofos Beta Code: o)/rofos

English (LSJ)

ὁ, (ἐρέφω)
A reed used for thatching houses, described as λαχνήεις, Il.24.451 : distinguished from κάλαμος, etc., Arist.Fr.268.
II = ὀροφή, roof, Orac. ap. Hdt.7.140, A.Supp.650 (lyr.), Ar.Lys.229, Th. 1.134, Pl.R.417a, etc.: pl., ὀρόφους Φοίβου, i.e. his temple, E.Ion89 (anap.).
2 cover of a wagon, Paus.1.19.1.

German (Pape)

[Seite 386] ὁ, Rohr, womit man die Häuser deckt, Dachrohr; καθύπερθεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, Il. 24, 251; Dach, Decke, Aesch. Suppl. 638; εἰς ὀρόφους Φοίβου, Eur. Ion 89; Ar. Lys. 229; τοῦ οἰαήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον, Thuc. 1, 134; οὐδ' ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον ἰέναι, Plat. Rep. III, 417 a, wie auch wir ähnlich sagen »unter einem Dache mit Einem leben«.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 roseau dont on couvre les maisons;
2 p. ext. toiture ; toit en gén.
Étymologie: ἐρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ὄροφος:
1) тростник, камыш (использовавшийся в качестве кровельного материала) (ὄ. λαχνήεις Hom.);
2) кровля, крыша (τοῦ οἰκήματος Thuc.): ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον ἰέναι Plat. жить под одной крышей;
3) pl. храм (ὄροφοι Φοίβου Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄροφος: ὁ, (ἐρέφω) ὁ κάλαμος ὃν μετεχειρίζοντο πρὸς ἐπιστέγασιν οἰκιῶν, περιγραφόμενος ὡς λαχνήεις, Ἰλ. Ω. 451 (ἴδε ἐν λέξ. ἐρέφω)· διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ κοινοῦ καλάμου, κτλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 252. ΙΙ = ὀροφή, στέγη, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 650, Ἀριστοφ. Λυσ. 229, Θουκ. 1. 134, Πλάτ. Πολ. 417Α· - ἐν τῷ πληθυν. ὡς τὸ Λατιν. tecta, ὄροφοι Φοίβου, ὁ ναὸς αὐτοῦ, Εὐρ. Ἴων 89. 2) τὸ ἐπιστέγασμα ἁμάξης, Παυσ. 1. 19, 1. - Τὰ ἐκ τοῦ ὄροφος σύνθετα διὰ τοῦ ω γράφονται, ὅτε ἡ προηγουμένη συλλαβὴ βραχεῖα, διὰ τοῦ ο δέ, ὅτε ἡ προηγουμένη μακρά, ὁμωροφος, ἀνώροφος, διώροφος, τριώροφος, πολυώροφος· ὑψόροφος, χρῡσόροφος, ἀλλ’ ὅμως τετρώροφος, πεντώροφος, Ζηκίδ. ἐν Χρηστ. Λεξικῷ ἐν λέξ.

English (Autenrieth)

(ἐρέφω): reeds for thatching, Il. 24.451†.

Greek Monotonic

ὄροφος: ὁ (ἐρέφω),
I. με περιληπτική σημασία, καλάμια που χρησιμοποιούνται για να στεγάζουν τα σπίτια, καλαμοσκεπή, σε Ομήρ. Ιλ.
II. = ὀροφή, στέγη, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὄροφος, ὁ, ἐρέφω
I. in collective sense, the reeds used for thatching houses, Il.
II. = ὀροφή, a roof, Orac. ap. Hdt., Aesch., etc.