ὑδρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> puiser de l'eau, faire de l'eau;<br /><b>2</b> arroser;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑδρεύομαι s'approvisionner en eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
|btext=<b>1</b> puiser de l'eau, faire de l'eau;<br /><b>2</b> arroser;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑδρεύομαι s'approvisionner en eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδρεύω:''' преимущ. med. доставать (себе) воду Hom., Her., Eur., Plat., Arst.: [[ὕδωρ]] ὑδρεύεσθαι Thuc. брать воду для своих нужд.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδρεύω:''' ([[ὕδωρ]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[αντλώ]], [[έλκω]], [[τραβώ]] ή [[φέρνω]] [[νερό]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. — Μέσ., [[αντλώ]] [[νερό]] για τον εαυτό μου, [[τραβώ]] [[νερό]], <i>πολῖται</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''ὑδρεύω:''' ([[ὕδωρ]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[αντλώ]], [[έλκω]], [[τραβώ]] ή [[φέρνω]] [[νερό]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. — Μέσ., [[αντλώ]] [[νερό]] για τον εαυτό μου, [[τραβώ]] [[νερό]], <i>πολῖται</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδρεύω:''' преимущ. med. доставать (себе) воду Hom., Her., Eur., Plat., Arst.: [[ὕδωρ]] ὑδρεύεσθαι Thuc. брать воду для своих нужд.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑδρεύω]], fut. -σω [[ὕδωρ]]<br />to [[draw]], [[fetch]] or [[carry]] [[water]], Od., Theogn.:—Mid. to [[draw]] [[water]] for [[oneself]], [[fetch]] [[water]], πολῖται Od., Hdt., [[attic]]
|mdlsjtxt=[[ὑδρεύω]], fut. -σω [[ὕδωρ]]<br />to [[draw]], [[fetch]] or [[carry]] [[water]], Od., Theogn.:—Mid. to [[draw]] [[water]] for [[oneself]], [[fetch]] [[water]], πολῖται Od., Hdt., [[attic]]
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρεύω Medium diacritics: ὑδρεύω Low diacritics: υδρεύω Capitals: ΥΔΡΕΥΩ
Transliteration A: hydreúō Transliteration B: hydreuō Transliteration C: ydreyo Beta Code: u(dreu/w

English (LSJ)

A draw fetch, or carry water, Od. 10.105, Thgn.264:—freq. in Med., draw water for oneself, [κρήνη] ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται Od.7.131, 17.206, cf. Hdt.7.193, E.Tr.205 (lyr.); ὕδωρ ἀνασπάσαντας ὑδρεύεσθαι Th.4.97; παρὰ τῶν γειτόνων Pl.Lg. 844b; [ἀπὸ τελμάτων] ὑ. αἱ μέλιτται Arist. HA626a11. II trans., water, irrigate, Thphr.HP2.6.3.

German (Pape)

[Seite 1173] Wasser schöpfen, holen, tragen; Od. 10, 105; Theogn. 264; gew. im med., sich Wasser schöpfen, holen, gehen um sich Wasser zu holen, Od. 7, 131. 17, 206; h. Cer. 99; Her. 7, 193. 9, 49; Eur. Troad. 205; Thuc. 4, 97; Plat. παρὰ τῶν γειτόνων ὑδρευέσθω, Legg. VIII, 844 b; Folgde, wie Pol. 2, 9, 3.

French (Bailly abrégé)

1 puiser de l'eau, faire de l'eau;
2 arroser;
Moy. ὑδρεύομαι s'approvisionner en eau.
Étymologie: ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρεύω: преимущ. med. доставать (себе) воду Hom., Her., Eur., Plat., Arst.: ὕδωρ ὑδρεύεσθαι Thuc. брать воду для своих нужд.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρεύω: (ὕδωρ) ἀντλῶ, λαμβάνω, ἢ φέρω ὕδωρ, Ὀδ. Κ. 105, Θέογν. 264· - συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀντλῶ ἢ λαμβάνω ὕδωρ δι’ ἐμαυτόν, (κρήνη) ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται Ὀδ. Η. 131. πρβλ. Ρ. 206, Ἡρόδ. 7. 193, Εὐρ. 110. 205· ὕδωρ ἀνασπάσαντας ὑδρεύεσθαι Θουκ. 4. 97· παρὰ τῶν γειτόνων Πλάτ. Νόμ. 844Β· ἀπὸ τελμάτων ὑδρ. αἱ μέλιτται Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 37· μέλλ. ὑδρευσομένη Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 1. ΙΙ. ἀρδεύω, ποτίζω, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 3.

English (Autenrieth)

draw water, mid., for oneself. (Od.)

Greek Monolingual

ὑδρεύω, ΝΜΑ
(κυρίως μεσ.) υδρεύομαι
προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό
αρχ.
ενεργ.
1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.)
2. αρδεύω, ποτίζω («δεῖ δ' ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς κόπρου», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + κατάλ. -εύω].

Greek Monotonic

ὑδρεύω: (ὕδωρ), μέλ. -σω, αντλώ, έλκω, τραβώ ή φέρνω νερό, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. — Μέσ., αντλώ νερό για τον εαυτό μου, τραβώ νερό, πολῖται, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

ὑδρεύω, fut. -σω ὕδωρ
to draw, fetch or carry water, Od., Theogn.:—Mid. to draw water for oneself, fetch water, πολῖται Od., Hdt., attic