κυανάμπυξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυανάμπυξ -υκος [κύανος, ἄμπυξ] als adj., met donkere diadeem.
|elnltext=κυανάμπυξ -υκος [[[κύανος]], [[ἄμπυξ]]] als adj., met donkere diadeem.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:57, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠανάμπυξ Medium diacritics: κυανάμπυξ Low diacritics: κυανάμπυξ Capitals: ΚΥΑΝΑΜΠΥΞ
Transliteration A: kyanámpyx Transliteration B: kyanampyx Transliteration C: kyanampyks Beta Code: kuana/mpuc

English (LSJ)

ῠκος, ὁ, ἡ, with dark ἄμπυξ, Θήβα Id.Fr.29.3; Δᾶλος Theoc.17.67; μίτρη Nonn.D.6.114.

German (Pape)

[Seite 1521] υκος, mit dunkelm Umkreise; Θήβα, Pind. frg. 5; Δῆλος, Theocr. 17, 67; μίτρα, Nonn. D. 6, 114.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ, ἡ)
à la circonférence d'un bleu sombre.
Étymologie: κύανος, ἄμπυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανάμπυξ -υκος [κύανος, ἄμπυξ] als adj., met donkere diadeem.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰνάμπυξ: ῠκος adj. κυανός II] окруженный темно-синим кольцом (Θήβα Pind.; Δᾶλος Theocr.).

English (Slater)

κῠᾰνάμπυξ with dark-blue headband τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3.

Greek Monolingual

κυανάμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό διάδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄμπυξ «διάδημα»].

Greek Monotonic

κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός με την μελανόχρωμη άκρη, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων κυανόχρουν ἄμπυκα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 5. 3· Δῆλος Θεόκρ. 17. 67· μίτρα Νόνν. Δ. 6. 114.

Middle Liddell

κυᾰν-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,
with dark edge, Theocr.