κολοσυρτός: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κολοσυρτός -οῦ, ὁ [?, σύρω] rumoer, lawaai:. τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν het rumoer van de Atheners Aristoph. Ve. 666. | |elnltext=κολοσυρτός -οῦ, ὁ [?, σύρω] [[rumoer]], [[lawaai]]:. τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν het rumoer van de Atheners Aristoph. Ve. 666. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 20:05, 28 November 2022
English (LSJ)
ὁ, poet. word, noisy rabble, ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Il.12.147, cf. 13.472; τὸν Ἀθηναίων Ar.V.666; παιδαρίων καὶ γραϊδίων Id.Pl.536: abs., tumult, uproar, Hes.Th.880:—hence κολοσυρτέω, = θορυβῶ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1475] ὁ, Geräusch, Lärmen, Getümmel; ἐν ὄρεσσιν ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν δέχαται κολοσυρτὸν ἰόντα Il. 12, 147, vgl. 13, 472; Hes. Th. 880; danach komisch παιδαρίων ὑποπεινώντων καὶ γραϊδίων κολοσυρτός Ar. Plut. 536, der schreiende Schwarm. – Vielleicht mit κολῳός verwandt.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bruit, tumulte, tapage.
Étymologie: κόλον, σύρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολοσυρτός -οῦ, ὁ [?, σύρω] rumoer, lawaai:. τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν het rumoer van de Atheners Aristoph. Ve. 666.
Russian (Dvoretsky)
κολοσυρτός: ὁ κολῳός шумная толпа (ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Hom.; παιδαρίων καὶ γραϊδίων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κολοσυρτός: ὁ, ποιητ. λέξις, βοή, ταραχή, θόρυβος, ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Ἰλ. Μ. 147, πρβλ. Ν. 472· τῶν Ἀθηναίων Ἀριστοφ. Σφ. 666· παιδαρίων καὶ γραϊδίων ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 536· ― ἀπολ., συρφετός, κόνιός τε καὶ ἀργαλέου κολοσυρτοῦ Ἡσιόδ. Θ. 880.
English (Autenrieth)
noisy rout, of the hunt, Il. 12.147 and Il. 13.472.
Greek Monolingual
κολοσυρτός, ὁ (Α)
1. θορυβώδης όχλος («οὐχί προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν», Αριστοφ.)
2. ταραχή, συρφετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολο-συρ-τός. Σύνθετη λ. του τύπου κονιορτός, αμαξιτός. Το β' συνθετικό < σύρω + επίθημα -τος. Το α' συνθετικό είναι αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία απόψη συνδέεται με τις λ. κολοφών, κολωνός, ενώ κατ' άλλους με τη λ. κέλομαι.
Greek Monotonic
κολοσυρτός: ὁ, ποιητ. λέξη, οχλοβοή, ταραχή, θόρυβος, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: noisy rabble, tumult, uproar (Il., Hes., Ar.).
Derivatives: κολοσυρτεῖ θορυβεῖ, ταράσσει H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The similarly built κονιορτός, ἁμαξιτός, βουλυτός a. o. (s. vv. and Chantraine Formation 303f.) make an anaalysis κολο-συρ-τός most prob. So it is a compound of σύρειν (Suid. s. v.) and an unexplained first member (by L. Meyer and Prellwitz connected with κολῳός screeching, or κολοφών, κολωνός, by Wood ClassPhil. 16, 66f. with κέλομαι etc.).
Middle Liddell
κολοσυρτός, οῦ,
poet. word, a noisy rabble, Il., Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
κολοσυρτός: {kolosurtós}
Grammar: m.
Meaning: lärmende Schar, Lärm, Aufstand (Il., Hes., Ar.)
Derivative: mit κολοσυρτεῖ· θορυβεῖ, ταράσσει H.
Etymology: Die gleich gebildeten κονιορτός, ἁμαξιτός, βουλυτός u. a. (s. dd. und Chantraine Formation 303f.) machen eine Zerlegung in κολοσυρτός so gut wie sicher. Das Wort ist somit eine Zusammenbildung (Zusammenschweißung) mittels des το-Suffixes von σύρειν (Suid. s. v.) und einem unerklärten Vorderglied (von L. Meyer und Prellwitz mit κολῳός Gekreisch, bzw. κολοφών, κολωνός verbunden, von Wood ClassPhil. 16, 66f. zu κέλομαι usw. gezogen).
Page 1,904