γλαφυρία: Difference between revisions
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
m (pape replacement) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[γλαφυρός]]<br />[[smoothness]], [[polish]], Plut. | |mdlsjtxt=[from [[γλαφυρός]]<br />[[smoothness]], [[polish]], Plut. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Glätte]], [[Feinheit]]</i>, von [[Marmor]], Plut. <i>Poplic</i>. 15, <i>Pyrrh</i>. 8; übertragen, καὶ [[πιθανότης]] <i>adv. Stoic</i>. 14. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, elegance, Plu.Pyrrh.8 (pl.); of mathematical demonstrations, neatness, Iamb. in Nic.p.38P., al.: metaph., smoothness of manner, γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 talento, delicadeza, elegancia γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d
•plu. dotes, cualidades Plu.Pyrrh.8.
2 brillantez, claridad de demostraciones matemáticas, Iambl.in Nic.38, 39, 52, 68.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le poli (d'un métal, d'un objet en gén.) ; fig. politesse des mœurs.
Étymologie: γλαφυρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλαφυρία -ας, ἡ γλαφυρός subtiliteit, verfijning.
Russian (Dvoretsky)
γλᾰφῠρία: ἡ тж. pl.
1) тщательная отделка, изящество (sc. τῶν κιόνων Plut.);
2) культурность, воспитанность, тонкость, учтивость (γ. καὶ πιθανότης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γλᾰφῠρία: ἡ, λειότης, στιλπνότης, Πλουτ. Πύρρ. 8· μεταφ., λειότης τρόπων, ἡμερότης, πρᾳότης, ὁ αὐτ. 2. 1065D.
Greek Monolingual
γλαφυρία, η (Α) γλαφυρός
1. στιλπνότητα, λειότητα
2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια
3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα.
Greek Monotonic
γλᾰφῠρία: ἡ, στιλπνότητα, απαλότητα ενός πράγματος ή μιας συμπεριφοράς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from γλαφυρός
smoothness, polish, Plut.
German (Pape)
ἡ, Glätte, Feinheit, von Marmor, Plut. Poplic. 15, Pyrrh. 8; übertragen, καὶ πιθανότης adv. Stoic. 14.