τρομώδης: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[τρομώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τρόμος]]<br />αυτός που εμφανίζει [[ταχεία]] παλμική [[κίνηση]], [[τρεμουλιαστός]] (α. «[[τρομώδης]] [[φωνή]]» β. «τρομώδεες... χεῑρες», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρομώδες</i><br /><b>μουσ.</b> όρος που παλαιότερα ήταν σε [[χρήση]] ως συνώνυμο του βιμπράτο και δηλώνει την [[άσκηση]], στις χορδές ενός οργάνου, γρήγορων ώσεων και έλξεων ώστε να παράγονται ήχοι [[χωρίς]] [[καμιά]] [[διακοπή]] συνέχειας, αλλ. [[τρέμολο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «τρομώδες [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> διανοητική [[ταραχή]] τοξικής αιτιολογίας, που προσβάλλει [[κυρίως]] τους αλκοολικούς<br />β) «[[τρομώδης]] [[παράλυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για τη νόσο του Πάρκινσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρομωδῶς</i> ΜΑ<br />με τρομώδη τρόπο.
|mltxt=-ες / [[τρομώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τρόμος]]<br />αυτός που εμφανίζει [[ταχεία]] παλμική [[κίνηση]], [[τρεμουλιαστός]] (α. «[[τρομώδης]] [[φωνή]]» β. «τρομώδεες... χεῖρες», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρομώδες</i><br /><b>μουσ.</b> όρος που παλαιότερα ήταν σε [[χρήση]] ως συνώνυμο του βιμπράτο και δηλώνει την [[άσκηση]], στις χορδές ενός οργάνου, γρήγορων ώσεων και έλξεων ώστε να παράγονται ήχοι [[χωρίς]] [[καμιά]] [[διακοπή]] συνέχειας, αλλ. [[τρέμολο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «τρομώδες [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> διανοητική [[ταραχή]] τοξικής αιτιολογίας, που προσβάλλει [[κυρίως]] τους αλκοολικούς<br />β) «[[τρομώδης]] [[παράλυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για τη νόσο του Πάρκινσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρομωδῶς</i> ΜΑ<br />με τρομώδη τρόπο.
}}
}}

Revision as of 09:55, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρομώδης Medium diacritics: τρομώδης Low diacritics: τρομώδης Capitals: ΤΡΟΜΩΔΗΣ
Transliteration A: tromṓdēs Transliteration B: tromōdēs Transliteration C: tromodis Beta Code: tromw/dhs

English (LSJ)

ες, trembling, quivering, τρομώδεις ἔθνῃσκον Str.15.2.6; σάρξ Plu.2.689c; of delirious persons, χεῖρες, γλῶσσαι, Hp.Acut.42, Prorrh.1.20; πυρετοί Id.Fract. 11. Adv. -δῶς Gal.7.69, Steph. in Hp. 1.99D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
tremblant.
Étymologie: τρόμος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρομώδης -ες [τρόμος] trillend, bevend (van koortsen).

Russian (Dvoretsky)

τρομώδης: дрожащий, трепещущий Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρομώδης: -ες, (εἶδος) ὁ τρέμων, κατεχόμενος ὑπὸ τρόμου, χεῖρες Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· πυρετοὶ τρομώδεις, μετὰ τρόμου, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 759. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στεφάνου Σχόλ. εἰς Ἱππ. σ. 99, 118, ἔκδ. Dietz. Osann.

Greek Monolingual

-ες / τρομώδης, -ῶδες, ΝΑ τρόμος
αυτός που εμφανίζει ταχεία παλμική κίνηση, τρεμουλιαστός (α. «τρομώδης φωνή» β. «τρομώδεες... χεῖρες», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρομώδες
μουσ. όρος που παλαιότερα ήταν σε χρήση ως συνώνυμο του βιμπράτο και δηλώνει την άσκηση, στις χορδές ενός οργάνου, γρήγορων ώσεων και έλξεων ώστε να παράγονται ήχοι χωρίς καμιά διακοπή συνέχειας, αλλ. τρέμολο
2. φρ. α. «τρομώδες παραλήρημα»
ιατρ. διανοητική ταραχή τοξικής αιτιολογίας, που προσβάλλει κυρίως τους αλκοολικούς
β) «τρομώδης παράλυση»
ιατρ. άλλη ονομασία για τη νόσο του Πάρκινσον.
επίρρ...
τρομωδῶς ΜΑ
με τρομώδη τρόπο.