λυμεών: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[corrupter]], [[one who ruins]]
|woodrun=[[corrupter]], [[one who ruins]]
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ῶνος, ὁ, = [[λυμαντήρ]], <i>Beschädiger, [[Zerstörer]]</i>; Soph. Ai 570; γυναικῶν λυμεῶνες Eur. Hipp 1068; λυμεῶνες im <span class="ggns">Gegensatz</span> von σωτῆρες Isocr 4.80; Xen. <i>Hier</i>. 6.6 und Sp., wie Plut. <i>adv. Stoic</i>. 1.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμεών Medium diacritics: λυμεών Low diacritics: λυμεών Capitals: ΛΥΜΕΩΝ
Transliteration A: lymeṓn Transliteration B: lymeōn Transliteration C: lymeon Beta Code: lumew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (λύμη) destroyer, corrupter, λ. ἐμός S.Aj.573; γυναικῶν E.Hipp.1068; σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες [τῶν Ἑλλήνων] Isoc. 8.141, cf. 4.80; λυμεῶνι σώματος θαλάσσᾳ Tim.Pers.81; ὁδουροὶ λ., of robbers, E.Fr.260, cf. J.BJ4.3.9; φόβος τῶν ἡδέων λ. X.Hier.6.6; κοινὸς λ. τῆς πόλεως SIG799.23 (Cyzic., i A.D.); τῆς τέχνης, of bad physicians, Gal.9.916; σκύλακας… λ. τῶν ποιμνίων Jul.Or.2.87a; ὄφιν λ. ἀνθρωπίνης γενέσεως Id.Gal.93d.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
fléau.
Étymologie: λύμη.

Russian (Dvoretsky)

λῡμεών: ῶνος ὁ Soph., Eur., Xen., Isocr. = λυμαντήριος II.

Greek (Liddell-Scott)

λῡμεών: -ῶνος, ὁ, (λύμη) καταστροφεύς, διαφθορεύς, ὁ λ. ἐμὸς Σοφ. Αἴ. 573· λ. γυναικῶν Εὐρ. Ἱππ. 1068· σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες τῶν Ἑλλήνων Ἰσοκρ. 187Β, πρβλ. 56Ε· ἔπαυσ’ ὁδουροὺς λυμεῶνας, ἐπὶ τῶν ἐν ὁδῷ κακουργούντων, δηλ. τῶν λῃστῶν, Εὐρ. Ἀποσπ. 262· φόβος τῶν ἡδέων λυμεὼν Ξεν. Ἱέρ. 6, 6.

Greek Monolingual

ο (AM λυμεών, -ῶνος)
1. καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευτής («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.)
2. διαφθορέας, εκμεταλλευτής («οι λυμεώνες της κοινωνίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύμη «καταστροφή, όλεθρος» + κατάλ. -εών (πρβλ. απατεών)].

Greek Monotonic

λῡμεών: -ῶνος, ὁ (λύμη), καταστροφέας, διαφθορέας, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

λῡμεών, ῶνος, λύμη
a destroyer, spoiler, corrupter, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

corrupter, one who ruins

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

[ῡ], ῶνος, ὁ, = λυμαντήρ, Beschädiger, Zerstörer; Soph. Ai 570; γυναικῶν λυμεῶνες Eur. Hipp 1068; λυμεῶνες im Gegensatz von σωτῆρες Isocr 4.80; Xen. Hier. 6.6 und Sp., wie Plut. adv. Stoic. 1.