μυσταγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ὁ (Α [[μυσταγωγός]], -όν)<br />αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο [[κατηχητής]] («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῖς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[μυσταγωγός]]<br />[[άτομο]] που αφιερώνει τη ζωή και τη [[δράση]] του στην [[υπηρεσία]] μιας επιστήμης ή τέχνης, που πρωτοστατεί στη [[διδασκαλία]] και τη [[μετάδοση]] στο κοινό μιας υψηλής ιδέας ή ηθικής αρχής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διδάσκαλος]], [[οδηγός]], [[καθοδηγητής]]<br /><b>2.</b> (στη [[Σικελία]]) ο [[περιηγητής]] που καταγινόταν [[ιδίως]] με την [[έρευνα]] και [[εξήγηση]] τών σχετικών με τους ναούς<br /><b>3.</b> [[ιερέας]] τών χριστιανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύστης]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]])].
|mltxt=-ὁ (Α [[μυσταγωγός]], -όν)<br />αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο [[κατηχητής]] («ἱερεῖς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῖς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[μυσταγωγός]]<br />[[άτομο]] που αφιερώνει τη ζωή και τη [[δράση]] του στην [[υπηρεσία]] μιας επιστήμης ή τέχνης, που πρωτοστατεί στη [[διδασκαλία]] και τη [[μετάδοση]] στο κοινό μιας υψηλής ιδέας ή ηθικής αρχής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διδάσκαλος]], [[οδηγός]], [[καθοδηγητής]]<br /><b>2.</b> (στη [[Σικελία]]) ο [[περιηγητής]] που καταγινόταν [[ιδίως]] με την [[έρευνα]] και [[εξήγηση]] τών σχετικών με τους ναούς<br /><b>3.</b> [[ιερέας]] τών χριστιανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύστης]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:20, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστᾰγωγός Medium diacritics: μυσταγωγός Low diacritics: μυσταγωγός Capitals: ΜΥΣΤΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: mystagōgós Transliteration B: mystagōgos Transliteration C: mystagogos Beta Code: mustagwgo/s

English (LSJ)

όν, (μύστης, ἄγω) A introducing or initiating into mysteries, IG5(1).1390.149 (Andania, i B.C.), Plu.Alc.34, etc. 2 generally, teacher, guide, βίου Men.550, cf. Him.Or.15.3. 3 in Sicily, = περιηγητής, cicerone, esp. at temples, Cic.Verr.4.59.132. 4 Christian priest, Men.Prot. p.111 D., Just.Nov.137.1.

German (Pape)

[Seite 223] in die Mysterien einführend, einweihend; βίου, Men. fr. inc. 18 a; Plut. Dion. 56; Hesych. erkl. ἱερεὺς ὁ τοὺς μύστας ἄγων. – Nach Cicer. Verr. 4, 59 in Sicilien auch = περιηγητής.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 prêtre chargé d'initier aux mystères, mystagogue;
2 guide, cicerone dans les sanctuaires.
Étymologie: μύστης, ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

μυστᾰγωγός:
1) мистагог, посвящающий в таинства Plut.;
2) наставник, учитель (βίου Men.).

Greek (Liddell-Scott)

μυστᾰγωγός: -όν, (μύστης, ἄγω) ὁ εἰσάγων ἢ μυῶν εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34, κτλ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 29. 2) καθόλου, διδάσκαλος, ὁδηγός, βίου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 18, πρβλ. Ἱμέρ. 15. 3. 3) ἐν Σικελίᾳ = περιηγητής, ὁδηγός, ἐξηγητής, «cicerone», ἰδίως τῶν ναῶν, Κικ. Verr. 4. 59. 4) παρὰ τοῖς Ἐκκλησιαστικοῖς = ἱερεύς, Μένανδρ. Προτίκτωρ 329, 21, ἔκδ. Βόννης.

Spanish

guía de los misterios

Greek Monolingual

-ὁ (Α μυσταγωγός, -όν)
αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῖς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῖς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.)
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός
άτομο που αφιερώνει τη ζωή και τη δράση του στην υπηρεσία μιας επιστήμης ή τέχνης, που πρωτοστατεί στη διδασκαλία και τη μετάδοση στο κοινό μιας υψηλής ιδέας ή ηθικής αρχής
αρχ.
1. διδάσκαλος, οδηγός, καθοδηγητής
2. (στη Σικελία) ο περιηγητής που καταγινόταν ιδίως με την έρευνα και εξήγηση τών σχετικών με τους ναούς
3. ιερέας τών χριστιανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].

Greek Monotonic

μυστᾰγωγός: ὁ (μύστης, ἄγω), αυτός που εισάγει στα μυστήρια, μυσταγωγός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μυστ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ, μύστης, ἄγω]
one who initiates into mysteries, a mystagogue, Plut.