ἐπαιάζω: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἐπαιάξω;<br />se lamenter, gémir sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰάζω]]. | |btext=<i>f.</i> ἐπαιάξω;<br />[[se lamenter]], [[gémir sur]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:15, 9 January 2023
English (LSJ)
A cry αἰαῖ over, mourn over, τῷ νεκρῷ Luc.DDeor.14.2; bewail, μόρον Nic.Al.303. II join in the wail, Bion 1.2, etc.; ἐ. πρὸς τὸ μέλος Luc.Luct.20.
German (Pape)
[Seite 894] (s. αἰάζω), dabei wehklagen, jammern; τῷ νεκρῷ Luc. D. D. 14, 2; πρὸς τὸ μέλος de luct. 20; μόρον Nic. Al. 303; absol., Bion. 1, 2.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπαιάξω;
se lamenter, gémir sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, αἰάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαιάζω: вопить, рыдать (πρὸς τὸ μέλος Luc.): ἐ. τῷ νεκρῷ Luc. рыдать над трупом.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαιάζω: μέλλ -ξω, κράζω αἰαῖ, αἰάζω, θρηνολογῶ ἐπί τινι, ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 14. 2· μετ’ αἰτ., θρηνῶ, ἡ δὲ μόρον πολύπυστον ἐπαιάζουσα κατ’ ἄγκη Νικ. Ἀλεξιφ. 303. ΙΙ. συμμετέχω θρήνου, θρηνολογῶ καὶ ἐγὼ παρακολουθῶν τὸν θρῆνον ἄλλου, αἰάζω τὸν Ἄδωνιν, ἐπαιάζουσιν ἔρωτες Βίων 1. 2, κτλ.· ὁποῖ ’ ἂν ἐκεῖνος ἐξάρχῃ πρὸς τὸ μέλος ἐπαιάζοντες Λουκ. περὶ Πένθους 20.
Greek Monolingual
ἐπαιάζω (Α)
1. αιάζω, φωνάζω «αἰαί», θρηνολογώ για κάποιον («ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.)
2. (με αιτ.) θρηνώ
3. συμμετέχω σε θρήνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιάζω «φωνάζω αιαί»].
Greek Monotonic
ἐπαιάζω: μέλ. -ξω,
I. φωνάζω αἰαῖ, θρηνολογώ για, τινί, σε Λουκ.
II. συμμετέχω στον θρήνο, σε Βίωνα.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to cry αἰαῖ over, mourn over, τινί Luc.
II. to join in wailing, Bion.