ὁμόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόδρομος]], -ον)<br />αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει [[μαζί]] με καποιον [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> (για [[φυλλοταξία]]) αυτή που ακολουθεί την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (για μοχλό) αυτός στον οποίο η [[αντίσταση]] και η [[δύναμη]] εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε [[σχέση]] με το [[υπομόχλιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοδρόμως</i> (Μ)<br />(για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) στην [[ίδια]] [[τροχιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>δρομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόδρομος]], -ον)<br />αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει [[μαζί]] με καποιον [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> (για [[φυλλοταξία]]) αυτή που ακολουθεί την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (για μοχλό) αυτός στον οποίο η [[αντίσταση]] και η [[δύναμη]] εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε [[σχέση]] με το [[υπομόχλιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοδρόμως</i> (Μ)<br />(για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) στην [[ίδια]] [[τροχιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[πολύδρομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόδρομος Medium diacritics: ὁμόδρομος Low diacritics: ομόδρομος Capitals: ΟΜΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: homódromos Transliteration B: homodromos Transliteration C: omodromos Beta Code: o(mo/dromos

English (LSJ)

ον, running the same course with, τῷ ἡλίῳ Pl.Epin.987b, cf. Plu.2.1029b : c. gen., Nonn.D.1.250 : abs., πορείη ib.48.318. Adv. -μως Tz.H.10.537.

German (Pape)

[Seite 334] zusammenlaufend, denselben Lauf ha-bend, ἡλίῳ, Plat. Epin. 987 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la course est la même ou aussi rapide.
Étymologie: ὁμός, δραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόδρομος: совершающий совместный путь: ὁ. ἡλίῳ Plat. двигающийся вместе с солнцем.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόδρομος: -ον, ὁ τρέχων ὁμοῦ μετά τινος, τῷ ἡλίῳ Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1029Α. ― Ἐπίρρ. -μως, Τζέτζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόδρομος, -ον)
αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει μαζί με καποιον άλλο
νεοελλ.
1. βοτ. (για φυλλοταξία) αυτή που ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση
2. (για μοχλό) αυτός στον οποίο η αντίσταση και η δύναμη εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε σχέση με το υπομόχλιο.
επίρρ...
ὁμοδρόμως (Μ)
(για ουράνιο σώμα) στην ίδια τροχιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. πολύδρομος].

Greek Monotonic

ὁμόδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει την ίδια διαδρομή με, τινι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὁμό-δρομος, ον, δραμεῖν
running the same course with τινι Plat.