ὁμοεθνής: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμοεθνής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[принадлежащий к тому же племени]], [[соплеменный]] Her., Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[принадлежащий к одному роду]] или [[принадлежащий к одному к одной породе]] (ζῷα Arst.).
|elrutext='''ὁμοεθνής:'''<br /><b class="num">1</b> [[принадлежащий к тому же племени]], [[соплеменный]] Her., Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[принадлежащий к одному роду]] или [[принадлежащий к одному к одной породе]] (ζῷα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:45, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοεθνής Medium diacritics: ὁμοεθνής Low diacritics: ομοεθνής Capitals: ΟΜΟΕΘΝΗΣ
Transliteration A: homoethnḗs Transliteration B: homoethnēs Transliteration C: omoethnis Beta Code: o(moeqnh/s

English (LSJ)

ές,
A of the same people or of the same race, Hdt.1.91, Arist.Rh.1384a11, Plb.1.67.3 : less wide than ὁμόφυλος, Id.11.19.3.
2 generally, of the same kind, [ζῷα] Arist.EN1155a19; τροφὴ ὁ. Ael.NA13.3.

German (Pape)

[Seite 334] ές, von gleichem Volke seiend; Her. 1, 91; Pol. 30, 6, 7; οὐχ οἷον ὁμοεθνέσιν, ἀλλ' οὐδ' ὁμοφύλοις χρησάμενος στρατοπέδοις, 11, 19, 3; πρὸς ἄλληλα, Arist. eth. 8, 1; D. Sic. 1, 68; Luc. Alex. 51.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 du même peuple ou de la même race;
2 de la même espèce.
Étymologie: ὁμός, ἔθνος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοεθνής:
1 принадлежащий к тому же племени, соплеменный Her., Arst., Polyb., Plut.;
2 принадлежащий к одному роду или принадлежащий к одному к одной породе (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοεθνής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ἡρόδ. 1. 91, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 12· ἧττον εὐρὺ τοῦ ὁμόφυλος Πολύβ. 11. 19, 3. 2) καθόλου, ὁμοειδής, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 3· τροφὴ ὁμ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 3.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοεθνής, -ές)
αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, ομογενής
αρχ.
(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εθνής (< ἔθνος), πρβλ. αλλο-εθνής].

Greek Monotonic

ὁμοεθνής: -ές (ἔθνος), αυτός που ανήκει στον ίδιο λαό, στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, σε Ηρόδ., Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, ομοειδής, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὁμο-εθνής, ές ἔθνος
of the same people or race, hdt., Arist.:—generally, of the same kind, Arist.