Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμοδέμνιος: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a la même couche, époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δέμνιον]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὁμόλεκτρος]] ; cf. [[ἀκοίτης]], [[γαμέτης]] -- [[γαμετή]], [[γαμέτις]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui a la même couche]], [[époux]], [[épouse]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δέμνιον]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὁμόλεκτρος]] ; cf. [[ἀκοίτης]], [[γαμέτης]] -- [[γαμετή]], [[γαμέτις]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοδέμνιος Medium diacritics: ὁμοδέμνιος Low diacritics: ομοδέμνιος Capitals: ΟΜΟΔΕΜΝΙΟΣ
Transliteration A: homodémnios Transliteration B: homodemnios Transliteration C: omodemnios Beta Code: o(mode/mnios

English (LSJ)

ον, sharing one's bed, A.Ag.1108 (lyr.), Musae.70.

German (Pape)

[Seite 333] Bettgenoß, Ehegatte; πόσις, Aesch. Ag. 1079; sp. D., wie Mus. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la même couche, époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, δέμνιον.
Syn. ὁμόλεκτρος ; cf. ἀκοίτης, γαμέτης -- γαμετή, γαμέτις, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοδέμνιος: разделяющий ложе (πόσις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδέμνιος: -ον, ὁ μετέχων τῶν αὐτῶν δεμνίων, ὁμόλεκτρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1108, Μουσαῖος 70.

Greek Monolingual

ὁμοδέμνιος, -ον (Α)
αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι με άλλον, σύνευνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δέμνιον «κρεβάτι» (πρβλ. επι-δέμνιος)].

Greek Monotonic

ὁμοδέμνιος: -ον (δέμνιον), αυτός που μοιράζεται το κρεβάτι με κάποιον, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὁμοδέμνιος, ον, δέμνιον
sharing one's bed, Aesch.