ὑπερίσχω: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερίσχω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[держать сверху]] (ὑ. τὰς κεφαλὰς [[ὑπὲρ]] τὸ [[ὑγρόν]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[брать верх]] ([[δίκη]] [[ὑπὲρ]] ὕβριος ἴσχει Hes.);<br /><b class="num">3)</b> [[становиться на защиту]] (τινός Anth.).
|elrutext='''ὑπερίσχω:'''<br /><b class="num">1</b> [[держать сверху]] (ὑ. τὰς κεφαλὰς [[ὑπὲρ]] τὸ [[ὑγρόν]] Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[брать верх]] ([[δίκη]] [[ὑπὲρ]] ὕβριος ἴσχει Hes.);<br /><b class="num">3</b> [[становиться на защиту]] (τινός Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:45, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίσχω Medium diacritics: ὑπερίσχω Low diacritics: υπερίσχω Capitals: ΥΠΕΡΙΣΧΩ
Transliteration A: hyperíschō Transliteration B: hyperischō Transliteration C: yperischo Beta Code: u(peri/sxw

English (LSJ)

A = ὑπερέχω, hold above, ἱκέτησι χεῖρ' ὑ. A.R.3.986; τὰς κεφαλὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρόν Plb.3.84.9. II intr., to be or rise above, Thphr.CP2.19.4; project, Aret.SA2.6. 2 to be superior, prevail, τῷ ἰσχύειν Thphr.CP1.15.3: c. gen., prevail over, δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Hes.Op.217: c. acc., ὑ. τὴν αἰδῶ τὸ πάθος Aret.SA2.12. 3 protect, τινος AP6.268 (Mnasalc., dub. l.).

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἴσχω), = ὑπερέχω, τὰς κεφαλὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρόν Pol. 3, 84, 9.

French (Bailly abrégé)

I. tr. tenir au-dessus de;
II. intr. 1 se tenir ou s'élever, s'élever au-dessus;
2 fig. l'emporter sur, acc. ; abs. l'emporter : τινι par qch;
3 se tenir au-dessus de pour protéger, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἴσχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίσχω:
1 держать сверху (ὑ. τὰς κεφαλὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρόν Polyb.);
2 брать верх (δίκη ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Hes.);
3 становиться на защиту (τινός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίσχω: ὑπερέχω, ἔχω ὑπεράνω, τὸ δὲ πολὺ πλῆθος... προβαῖνον εἰς τὴν λίμνην ἔμενε τὰς κεφαλὰς αὐτὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Πολύβ. 3. 84, 9. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι ὑπεράνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 4. 2) ὑπερέχω, ὑπερίσχουσι τῷ ἰσχύειν αὐτόθι 1. 15, 3· μετὰ γεν., ὑπερισχύω, νικῶ, δίκη δ’ ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 215· μετ’ αἰτ., τὸ πάθος ὑπ. τὴν αἰδῶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12. 3) ὑπερμαχῶ, Ἀνθ. Παλατ. 6. 268.

Greek Monolingual

Α
1. κρατώ κάτι πάνω από κάτι άλλο
2. προστατεύω, υπερασπίζομαι
3. (αμτβ.) υψώνομαι πάνω από κάτι
4. μτφ. α) υπερέχω
β) υπερισχύω, νικώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἴσχω, άλλος τ. του έχω].

Greek Monotonic

ὑπερίσχω: = ὑπερέχω, αμτβ.,
I. είμαι από πάνω, υπερισχύω, επικρατώ, με γεν., σε Ησίοδ.
II. προασπίζω, τινός, σε Ανθ.

Middle Liddell

= ὑπερέχω, intr.]
I. to be above, to prevail over, c. gen., Hes.
II. to protect, τινός Anth.