τυμβογέρων: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
 
Line 18: Line 18:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[πολύ]] γέρος, πού [[ἔχει]] τό ἕνα του ποδάρι στόν τάφο). Ἀπό τό [[τύμβος]] + [[γέρων]]. Δές για περισσότερα παράγωγα στό [[γηράσκω]] καί στή λέξη [[τύμβος]].
|mantxt=(=[[πολύ]] γέρος, πού [[ἔχει]] τό ἕνα του ποδάρι στόν τάφο). Ἀπό τό [[τύμβος]] + [[γέρων]]. Δές για περισσότερα παράγωγα στό [[γηράσκω]] καί στή λέξη [[τύμβος]].
}}
{{pape
|ptext=οντος, ὁ, <i>ein [[Greis]], der dem Grabe nahe ist</i>; Phryn. in <i>B.A</i>. 66; Suid.
}}
}}

Latest revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβογέρων Medium diacritics: τυμβογέρων Low diacritics: τυμβογέρων Capitals: ΤΥΜΒΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: tymbogérōn Transliteration B: tymbogerōn Transliteration C: tymvogeron Beta Code: tumboge/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, old man with one foot in the grave, old man on the edge of the grave, Ar.Fr. 55 D., Com.Adesp.1172, Thphr. ap. Phot., Procop.Arc.6.11

Greek (Liddell-Scott)

τυμβογέρων: ὁ, ἐσχατογήρως, παραγεγηρακὼς καὶ οὕτως εἰπεῖν ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐν τῷ τάφῳ, ἐξεστηκὼς ὑπὸ γήρως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 311b, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει το ένα του πόδι στον τάφο, ο υπερβολικά γέροντας, εσχατόγηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + γέρων (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος)].

Mantoulidis Etymological

(=πολύ γέρος, πού ἔχει τό ἕνα του ποδάρι στόν τάφο). Ἀπό τό τύμβος + γέρων. Δές για περισσότερα παράγωγα στό γηράσκω καί στή λέξη τύμβος.

German (Pape)

οντος, ὁ, ein Greis, der dem Grabe nahe ist; Phryn. in B.A. 66; Suid.