χάλασις: Difference between revisions
ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
mNo edit summary |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action de relâcher, relâchement;<br /><b>2</b> action d'écarter, d'entrouvrir;<br /><b>II.</b> action de se relâcher, relâchement.<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> [[action de relâcher]], [[relâchement]];<br /><b>2</b> action d'écarter, d'entrouvrir;<br /><b>II.</b> action de se relâcher, relâchement.<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:20, 28 November 2022
English (LSJ)
[χᾰ], χαλάσεως, ἡ, A slackening, loosening, of bandages, Hp. Fract.10 (pl.); τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Pl.R.590b; relaxation, τοῦ ῥοώδους χαλάσεως δεομένου Gal.Sect.Intr.7; τῶν στεγνῶν ib.6; but χ. νόσου remission, opp. ἐπίδοσις, Id.19.190. 2 free play of the parts of a whole, Plot.4.4.45; τῇ χαλάσει εἰδοποιηθῆναι Dam.Pr. 47. 3 lowering by means of pulleys, κιόνων University of Egypt, Faculty of Arts Bulletin 3(2).58.
German (Pape)
[Seite 1326] χαλάσεως, ἡ, das Nachlassen, Loslassen, καὶ ἄνεσις Plat. Rep. IX, 590 b; – dah. das Abspannen, Erschlaffen, Schlaffwerden; ἄρθρων, Verrenkung, Diosc.; – Erweiterung einer zusammengezogenen Oeffnung, id.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. 1 action de relâcher, relâchement;
2 action d'écarter, d'entrouvrir;
II. action de se relâcher, relâchement.
Étymologie: χαλάω.
Russian (Dvoretsky)
χάλᾰσις: χαλάσεως (χᾰ) ἡ расслабленность (χ. καὶ ἄνεσις Plat.).
Greek Monolingual
η / χάλασις, χαλάσεως, ΝΑ χαλῶ
χαλάρωση, ξέσφιγμα, λασκάρισμα, λύσιμο
νεοελλ.
1. ελάττωση του τόνου, της σύστασης ή της ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «χάλαση του δέρματος» β. «χάλαση του μυός» γ. «χάλαση του πέους»)
αρχ.
1. (για παθολογικές εκκρίσεις) μείωση
2. (γενικά για νόσο) ύφεση
3. έλλειψη συνοχής τών μερών ενός όλου
4. καταβίβαση αντικειμένου με τη χρήση τροχαλίας
5. φρ. «χάλασις τῶν πόρων» — διάνοιξη τών πόρων του σώματος (Γαλ.).
Greek (Liddell-Scott)
χάλᾰσις: χαλάσεως, ἡ, χαλάρωσις, ἐπὶ ἐπιδέσμων, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 759· τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Πλάτ. Πολ. 590Β· χ. τῶν ἄρθρων Μοσχίων περὶ Γυν. Παθ. σ. 23· χ. τῶν πόρων, χαλάρωσις, ἄνοιξις τῶν πόρων, Γαλην.· ἐπὶ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. 1. 85.
Greek Monotonic
χάλᾰσις: χαλάσεως [χᾰ], ἡ (χαλάω), χαλάρωση, χαλάρωμα, σε Πλάτ.