οἱονεί: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>conj.</i><br />comme si, comme.<br />'''Étymologie:''' [[οἷον]], [[εἰ]]. | |btext=<i>conj.</i><br />comme si, comme.<br />'''Étymologie:''' [[οἷον]], [[εἰ]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=d.i. [[οἷον]] εἰ, <i>wie wenn [[gleichsam]]</i>, Pol. 1.3.4 und Sp. oft. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ὡσάν]]). Ἀπό τό [[οἶον]] (οὐδ. τῆς ἀναφ. ἀντων. [[οἷος]], σημαίνει ὅπως) + εἰ (ὑποθ. [[σύνδεσμος]]). | |mantxt=(=[[ὡσάν]]). Ἀπό τό [[οἶον]] (οὐδ. τῆς ἀναφ. ἀντων. [[οἷος]], σημαίνει ὅπως) + εἰ (ὑποθ. [[σύνδεσμος]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 30 November 2022
English (LSJ)
for οἷον εἰ, as if, Antiph.231.6, Men.Georg.58, Arist.HA 495b25, Pr.923b33; = οἷον (οἷος v. 2 d), Arist. de An.430b13; Dor. οἷον αἰ Epich.155; so οἱονπερεί (q.v.); οἱονανεί, Gloss.
French (Bailly abrégé)
conj.
comme si, comme.
Étymologie: οἷον, εἰ.
German (Pape)
d.i. οἷον εἰ, wie wenn gleichsam, Pol. 1.3.4 und Sp. oft.
Russian (Dvoretsky)
οἱονεί: conj. как если бы Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
οἱονεί: ἀντὶ οἷον εἰ, ὡς εἰ, ὡσεί, Λατ. quasi, tanquam si, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 10. 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 17, Προβλ. 20. 10· Δωρ. οἷον αἱ, Näke εἰς Χοιρίλ. σ. 146· οὕτως, οἱονπερεὶ Πλάτ. Θεαίτ. 201Ε· - πρβλ. ὡσπερανεί.
Greek Monolingual
(Α οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ)
κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «οιονεί νομή»
(νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε αντιδιαστολή με την καθολική νομή ή, απλώς, νομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον, ουδ. της αντων. οἷος + υποθετικό εἰ (δωρ. οἷον αἰ). Ο τ. οἱονανεί < οἷον + ἄν + εἰ].
Greek Monotonic
οἱονεί: αντί οἷον εἰ, όπως το Λατ. quasi, tanquam si, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[for οἷον εἰ]
as if, Lat. quasi, tanquamsi, Arist.
Mantoulidis Etymological
(=ὡσάν). Ἀπό τό οἶον (οὐδ. τῆς ἀναφ. ἀντων. οἷος, σημαίνει ὅπως) + εἰ (ὑποθ. σύνδεσμος).