τροφαλίς: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τροφαλίς -ίδος, ἡ [τρέφω] homp:. τροφαλὶς τυροῦ Σικελική een Sicilische homp kaas Aristoph. Ve. 838.
|elnltext=τροφαλίς -ίδος, ἡ [τρέφω] homp:. τροφαλὶς τυροῦ Σικελική een Sicilische homp kaas Aristoph. Ve. 838.
}}
{{pape
|ptext=ίδος, ἡ, <i>das [[Geronnene]], [[frisch]] gemachter Käse</i>, von τρέφειν [[γάλα]], auch τυροῦ [[τροφαλίς]], Ar. <i>Vesp</i>. 838, Antiphan. bei Ath. X.455f; auch [[τροφαλλίς]] [[geschrieben]], äol. [[τρυφαλίς]], auch [[τραφαλός]], [[τραφαλίς]], vgl. <i>B.A</i>. 65.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τροφαλίς''': [[τροφή]], [[τρόφις]] u.a.<br />{trophalís}<br />'''See also''': s. [[τρέφω]].<br />'''Page''' 2,934
|ftr='''τροφαλίς''': [[τροφή]], [[τρόφις]] u.a.<br />{trophalís}<br />'''See also''': s. [[τρέφω]].<br />'''Page''' 2,934
}}
{{pape
|ptext=ίδος, ἡ, <i>das [[Geronnene]], [[frisch]] gemachter Käse</i>, von τρέφειν [[γάλα]], auch τυροῦ [[τροφαλίς]], Ar. <i>Vesp</i>. 838, Antiphan. bei Ath. X.455f; auch [[τροφαλλίς]] [[geschrieben]], äol. [[τρυφαλίς]], auch [[τραφαλός]], [[τραφαλίς]], vgl. <i>B.A</i>. 65.
}}
}}

Revision as of 12:45, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφαλίς Medium diacritics: τροφαλίς Low diacritics: τροφαλίς Capitals: ΤΡΟΦΑΛΙΣ
Transliteration A: trophalís Transliteration B: trophalis Transliteration C: trofalis Beta Code: trofali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, fresh cheese, Eup.277, Antiph.49 (troch.); τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν a piece of Sicilian cheese, Ar.V.838, cf. Herm.Hist.2; whence the joke, καλεῖ . . τὴν . . Τυρὼ τροφαλίδα Com.Adesp.393; τ. ὀβολιαῖαι Arist.HA522a31.—The form τρυφαλίς is common in later writers, as Luc.Lex.13, Hdn.Gr.2.18 (rejected in favour of τροφαλίς Id.1.91), Hsch.; τὰς δέκα στρυ' φαλιδας (sic cod. A, ν superscr. A1) τοῦ γάλακτος LXX 1 Ki.17.18; a form τροφαλλίς occurs in codd. of Eust.1535.22 (in citation of Com.Adesp. l.c.); Hsch. also cites τραφαλλίς, τραφαλλος. (From τρέφω 1 acc. to Hdn.Gr.1.91, but the spelling τρυφ-, which he mentions, remains, unexplained: oxyt. acc. to Hdn.Gr. ll. cc., so that the accus. τρόφαλιν in Erot. s.v. τεθραμμένον must be an error.)

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
fromage frais.
Étymologie: τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροφαλίς -ίδος, ἡ [τρέφω] homp:. τροφαλὶς τυροῦ Σικελική een Sicilische homp kaas Aristoph. Ve. 838.

German (Pape)

ίδος, ἡ, das Geronnene, frisch gemachter Käse, von τρέφειν γάλα, auch τυροῦ τροφαλίς, Ar. Vesp. 838, Antiphan. bei Ath. X.455f; auch τροφαλλίς geschrieben, äol. τρυφαλίς, auch τραφαλός, τραφαλίς, vgl. B.A. 65.

Russian (Dvoretsky)

τροφᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ творог Arst.: τ. τυροῦ Arph. кусок сыра.

Greek (Liddell-Scott)

τροφᾱλίς: -ίδος, ἡ, κεφάλι νωποῦ τυροῦ, («μακρὸς τυρὸς» Ἡσύχ.) (ἐκ τοῦ τρέφω Ι), Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 5· τροφαλίδας δὲ λινοσάρκους μανθάνεις; τυρὸν λέγω Ἀντιφάνης ἐν «Αὑτοῦ ἐρῶντι» 1· τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν, τεμάχιον Σικ. τυροῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 838· ὅθεν ἡ ἐν λόγοις παιδιά: καλεῖ... τήν... Τυρὼ τροφαλίδα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 536· τρ. ὀβελιαία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14. - Ὁ τύπος τρυφαλὶς εἶναι κοινὸς παρὰ μεταγεν., οἷον Λουκ. Λεξιφ. 13, Φιλόστρ. 809· καὶ ἐν πλείστοις χωρίοις ἀπαντᾷ ὁ τύπος τροφαλλὶς πιθανῶς ἐξ ἀγνοίας ὅτι ἡ παραλήγουσα ἦτο φύσει μακρά· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡσαύτως τραφαλλίς, τράφαλλος.: «τράφαλλος· ὁ χλωρὸς τυρός. οἱ δὲ τραφαλλίδα».

Greek Monolingual

και τροφαλλίς και μτγν. τ. τρυφαλίς και κατά τον Ησύχ. τραφαλλίς, -ίδος, ἡ, Α
νωπό, φρέσκο τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + υγρό ἐνθημα -αλ- + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. τροπ-αλ-ίς). Ο τ. τροφαλλίς με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-, ενώ ο τ. τρυφαλίς με παρετυμολ. επίδραση του τρυφή.

Greek Monotonic

τροφᾱλίς: -ίδος, ἡ (τρέφω I), κομμάτι τυριού, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τροφᾱλίς, ίδος, ἡ, τρέφω I]
a piece of cheese, Ar.

Frisk Etymology German

τροφαλίς: τροφή, τρόφις u.a.
{trophalís}
See also: s. τρέφω.
Page 2,934