τριαινόω: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τριαινόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[взламывать]] (θάκους μοχλοῖς Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[взрывать]], [[вскапывать]] ([[τήν]] γῆν δικέλλῃ Arph.).
|elrutext='''τριαινόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[взламывать]] (θάκους μοχλοῖς Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[взрывать]], [[вскапывать]] ([[τήν]] γῆν δικέλλῃ Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:52, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐαινόω Medium diacritics: τριαινόω Low diacritics: τριαινόω Capitals: ΤΡΙΑΙΝΟΩ
Transliteration A: triainóō Transliteration B: triainoō Transliteration C: triainoo Beta Code: triaino/w

English (LSJ)

prop. A heave with the trident: then, generally, heave or prise up, overthrow, θάκους μοχλοῖς τ. E.Ba.348. II τ. δικέλλῃ τὸ γῄδιον break it up with a fork or mattock, Ar.Pax570 (troch.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 ébranler avec le trident;
2 remuer la terre avec une fourche.
Étymologie: τρίαινα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριαινόω [τρίαινα] met een drietand bewerken, los wrikken:. θάκους μοχλοῖς τριαίνου wrik de zetels los met koevoeten Eur. Ba. 348; τριαινοῦν τῇ δικέλλῃ... τὸ γῄδιον met de houweel mijn lapje grond bewerken Aristoph. Pax. 570.

Russian (Dvoretsky)

τριαινόω:
1 взламывать (θάκους μοχλοῖς Eur.);
2 взрывать, вскапывать (τήν γῆν δικέλλῃ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τριαινόω: κυρίως διασείω κτυπῶν διὰ τῆς τριαίνης· ἀκολούθως καθόλου, κινῶ, διακινῶ, ἀνατρέπω, καταρρίπτω, τρ. τι μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 348. ΙΙ. τριαινοῦν τὴν γῆν δικέλλῃ, σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βόλους τῇ δικέλλῃ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 570.

Greek Monotonic

τριαινόω: μέλ. τριαινώσω,
I. ανυψώνω, σείω χτυπώντας με την τρίαινα· γενικά, κινώ, ανατρέπω, καταρρίπτω, σε Ευρ.
II. τριαινόω τὴν γῆν δικέλλῃ, την οργώνω με τον κασμά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τριαινόω, fut. -ώσω
I. to heave with the trident: generally, to heave or prise up, overthrow, Eur.
II. τρ. τὴν γῆν δικέλλῃ to break it up with a mattock, Ar.

German (Pape)

den Dreizack führen, mit dem Dreizack bewegen, erschüttern, θάκους μοχλοῖς τριαίνου, Eur. Bacch. 348. – Aber τὴν γῆν δικέλλῃ, das Land behacken, Ar. Pax 562.