εὐπερίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à tirer, à détourner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[περισπάω]].
|btext=ος, ον :<br />[[facile à tirer]], [[à détourner]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[περισπάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:56, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίσπαστος Medium diacritics: εὐπερίσπαστος Low diacritics: ευπερίσπαστος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: euperíspastos Transliteration B: euperispastos Transliteration C: efperispastos Beta Code: eu)peri/spastos

English (LSJ)

ον, easy to pull away, X.Cyn.2.7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.

Greek Monolingual

εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].

Greek Monotonic

εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-περίσπαστος, ον περισπάω
easy to pull away, Xen.

Chinese

原文音譯:eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-周圍-站的
字義溯源:容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由(εὖ / εὖγε)=好)與(περί / περαιτέρω)=周圍)及(ἵστημι)*=站)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 容易纏累的(1) 來12:1

German (Pape)

leicht herum-, wegzuziehen, Xen. Cyn. 2.7.