Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρόβασις: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόβασις -εως, ἡ [προβαίνω] veestapel.
|elnltext=πρόβασις -εως, ἡ [προβαίνω] [[veestapel]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόβᾰσις Medium diacritics: πρόβασις Low diacritics: πρόβασις Capitals: ΠΡΟΒΑΣΙΣ
Transliteration A: próbasis Transliteration B: probasis Transliteration C: provasis Beta Code: pro/basis

English (LSJ)

εως, ἡ, A property in cattle, abundance of cattle, κειμήλιά τε πρόβασίν τε Od.2.75; cf. προβατεία. II advance, τὰς π. ποιεῖσθαι Str.7.1.5; progression of musical sounds, Iamb.VP26.120; π. τῶν χρόνων Sor.1.110: pl., π. τοῦ νοῦ Ph.1.595. 2 bodily growth, Sor.1.114, Gal.19.373. 3 ἐκ προβάσεως, = ἐκ προσαγωγῆς, Maria ap.Zos.Alch.p.158 B.

German (Pape)

[Seite 710] ἡ, das Vorwärtsgehen, der Fortgang, das Gedeihen, Sp. (?). – Bei Hom. Gegensatz von κειμήλια, der Besitz an Viehheerden, Od. 2, 75, s. πρόβατον; VLL., wie Tim. lex. Plat., erklären ἡ τῶν βοσκημάτων κτῆσις. Vgl. προβατεία.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
fortune consistant en troupeaux ; c. πρόβατον.
Étymologie: προβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόβασις -εως, ἡ [προβαίνω] veestapel.

Russian (Dvoretsky)

πρόβᾰσις: εως ἡ скот, живой инвентарь Hom.

English (Autenrieth)

(προβαίνω): live-stock, as opp. to κειμήλια (κει<<><>>μαι), Od. 2.75†. Cf. the foll.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α προβαίνω
1. περιουσία σε βοσκήματα, κυρίως σε πρόβατα
2. αφθονία προβάτων
3. κίνηση προς τα εμπρός
4. πρόοδος («προβάσεις τοῦ νοῦ», Φίλ.)
5. σωματική ανάπτυξη
6. πιθ. προβάδισμα σε τελετή
7. μτφ. ηθική πρόοδος
7. φρ. «ἐκ προβάσεως» — με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν.

Greek Monotonic

πρόβᾰσις: ἡ, = προβατεία II, περιουσία σε βοοειδή (πρόβατα), τα ίδια τα βοοειδή, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβᾰσις: ἡ, περιουσία εἰς βοσκήματα (πρόβατα), ἀφθονία βοσκημάτων, κειμήλιά τε πρόβασίν τε Ὀδ. Β. 75˙ παρὰ τοῖς πεζολόγοις προβατεία. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόβασις˙ ἡ τῶν βοσκημάτων κτῆσις». ΙΙ. προχώρησις, βάδισις, κίνησις πρὸς τὰ ἐμπρὸς, πρόβ. τῶν σωμάτων Γαλην. τ. 19, σ. 373, 15, κτλ.

Middle Liddell

πρόβᾰσις, εως, = προβατεία II]
property in cattle (πρόβατἀ, cattle, Od.