κολλητός: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />bien ajusté.<br />'''Étymologie:''' *κολλέω, de *κολλός, v. [[κολλήεις]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br />collé, soudé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κολλάω]].
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />[[bien ajusté]].<br />'''Étymologie:''' *κολλέω, de *κολλός, v. [[κολλήεις]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br />collé, soudé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κολλάω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλητός Medium diacritics: κολλητός Low diacritics: κολλητός Capitals: ΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: kollētós Transliteration B: kollētos Transliteration C: kollitos Beta Code: kollhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A glued together, closely joined, θύραι, σανίδες, Od. 23.194, 21.164; ἅρμα, δίφρος, ξυστόν, Il.4.366, 19.395, 15.678; ὄχοι E.Hipp.1225; ὕδασι καὶ γῇ κ. Pl.Plt.279e; ὑποκρητηρίδιον with figures welded on, Hdt.1.25, cf. Paus.10.16.1.

German (Pape)

[Seite 1473] zusammengeleimt, -gekittet, fest verbunden; σανίδες Od. 21, 164; θύραι 23, 194; ἅρματα, δίφρος, Il. 4, 368. 19, 395, wie ὄχος Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. κολλήεις. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
bien ajusté.
Étymologie: *κολλέω, de *κολλός, v. κολλήεις.
2ή, όν :
collé, soudé.
Étymologie: adj. verb. de κολλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολλητός -ή -όν [κόλλα] vastgelijmd, stevig verbonden:; κολλητὰς δ’ ἐπέθηκα θύρας en ik zette er een stevig gevoegde deur voor Od. 23.194; κολλητοὶ ὄχοι stevig gebouwde wagen Eur. Hipp. 1225; gesoldeerd:. ἀνέθηκε... ὑποκρητηρίδιον σιδήρεον κολλητόν hij gaf als wijgeschenk een klein gesoldeerd ijzerenvoetstuk Hdt. 1.25.2.

Russian (Dvoretsky)

κολλητός:
1 крепко склеенный, сколоченный или сбитый (θύραι, δίφρος, ἅρματα, σανίδες Hom.; ὄχοι Eur.): κ. ὕδασι καὶ γῇ Plat. скрепленный мокрой глиной;
2 покрытый насечками, инкрустированный (ὑποκρητηρίδιον Her.).

English (Autenrieth)

(κολλάω): joined, wellcompacted or ‘shod,’ with bands or otherwise, δίφρος, σανίδες, Il. 19.395, Ι, Od. 23.194.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κολλητός, -ή, -όν) κολλώ
αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή
πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος
νεοελλ.-μσν.
συνεχόμενος, πλαϊνός, διπλανός
αρχ.
ο καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός.
επίρρ...
κολλητά
(ιδίως για ακίνητα) συνεχόμενα, δίπλα δίπλα.

Greek Monotonic

κολλητός: -ή, -όν (κολλάω
I. κολλημένος με κάποιον, στενά συνδεδεμένος, σφιχτά προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.
II. ὑποκρητηρίδιον κολλητόν, υποστήριγμα συγκολλημένο με τον κρατήρα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κολλητός: -ή, -όν, (κολλάω) συγκεκολλημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ εὐποίητος, εὔπηκτος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θυρῶν, σανίδων, Ὀδ. Ψ. 194., Φ. 164· τοῦ ἅρματος, δίφρου, ξυστοῦ, Ἰλ. Δ. 366, κτλ.· οὕτω, κ. ὄχοι Εὐρ. Ἱππ. 1225· ὕδασι καὶ γῇ κ. Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 25, ὑποκρητηρίδιον κολλητόν, εἶναιὑποστήριγμα κεκοσμημένον μὲ διαφόρους παραστάσεις ἐγκολλήτους ἢ (ἴσως) ὑποστήριγμα συγκεκολλημένον μετὰ τοῦ κρατῆρος, ἴδε Ἡγήσανδ. παρ’ Ἀθην. 210Β, Παυσ. 10. 16, 1, καὶ πρβλ. κόλλησις.

Middle Liddell

κολλητός, ή, όν κολλάω
I. glued together, closely joined, well-framed, Hom., Eur., etc.
II. ὑποκρητηρίδιον κολλητόν a stand welded to the κρητήρ, Hdt.