ἀγκάς: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Cf\. ([\p{Greek}\s]+)\." to "Cf. $1.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />adv. [[en brazos]] ἔχε δ' [[ἀγκάς]] ἄκοιτιν <i>Il</i>.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276, ἀ. ἔμαρπτε <i>Il</i>.14.346, Nonn.<i>D</i>.13.542, ἀ. ἐλάζετο θυγατέρα ἥν <i>Il</i>.5.371, τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός <i>Od</i>.7.252, με ... ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόν <i>Il</i>.24.227, de luchadores ἀ. δ' ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν <i>Il</i>.23.711, ἀγκάς [τε] βραχείονι π[ά] γχυ πιέζων <i>Epic.Alex.Adesp</i>.8.3.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. ἀγκών.
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />adv. [[en brazos]] ἔχε δ' [[ἀγκάς]] ἄκοιτιν <i>Il</i>.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276, ἀ. ἔμαρπτε <i>Il</i>.14.346, Nonn.<i>D</i>.13.542, ἀ. ἐλάζετο θυγατέρα ἥν <i>Il</i>.5.371, τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός <i>Od</i>.7.252, με ... ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόν <i>Il</i>.24.227, de luchadores ἀ. δ' ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν <i>Il</i>.23.711, ἀγκάς [τε] βραχείονι π[ά] γχυ πιέζων <i>Epic.Alex.Adesp</i>.8.3.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀγκών]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:51, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκάς Medium diacritics: ἀγκάς Low diacritics: αγκάς Capitals: ΑΓΚΑΣ
Transliteration A: ankás Transliteration B: ankas Transliteration C: agkas Beta Code: a)gka/s

English (LSJ)

[ᾰς], Adv. into or in the arms, ἔχε δ ἀ. ᾰκοιτιν Il.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276; ἀ. ἔμαρπτε Il.14.346; ἀ. ἐλάζετο θνγατέρα ἥν 5.371; τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός Od.7.252; ἀ. δ ἀλλήλων λαβέτην (of wrestlers) Il.23.711.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. en brazos ἔχε δ' ἀγκάς ἄκοιτιν Il.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276, ἀ. ἔμαρπτε Il.14.346, Nonn.D.13.542, ἀ. ἐλάζετο θυγατέρα ἥν Il.5.371, τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός Od.7.252, με ... ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόν Il.24.227, de luchadores ἀ. δ' ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν Il.23.711, ἀγκάς [τε] βραχείονι π[ά] γχυ πιέζων Epic.Alex.Adesp.8.3.
• Etimología: Cf. ἀγκών.

German (Pape)

[Seite 14] (vgl. ἀγκών, ἀγκάλη), in die Arme, in den Armen, Hom. ἀ. ἑλεῖν Iliad. 24, 227 Od. 7, 252, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν liad. 23, 711, ἀ. ἐλάζετο 5, 371, ἀ, ἔμαρπτε 14, 346, ἔχε δ' ἀγκάς 14, 353; – Theocr. 8, 55, wie auch Mel. 5 (XII, 95); M. Arg. 19 (XI, 28) u. a. Sp. D. – Unrichtig gebildet ist ἀγκάσι Opp. H. 2, 315; Strat. 42 (XII, 200).

French (Bailly abrégé)

adv.
dans ou sur les bras.
Étymologie: R. Ἀγκ, courber, cf. ἀγκών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀγκάς [~ ἀγκών adv., in de armen.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκάς: (ᾰς) adv.
1 в объятиях (ἔχειν τινά Hom., Theocr., Anth.);
2 в объятия (ἑλεῖν τινα и τι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκάς: [ᾰ], ἐπίρρ., εἰς τὴν ἀγκάλην, ἢ ἐν ἀγκάλαις, ἔχε δ’ ἀγκὰς ἄκοιτον, Ἰλ. Ξ. 353, πρβλ. Θεόκρ. 8. 55, Ἀπολλ. Ῥόδ. 1. 276· ἀγκὰς ἔμαρπτε, αὐτόθ. 346· ἀγκὰς ἀλάζετο θυγατέρα ἣν, Ἰλ. Ε. 371· τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νεός, Ὀδ. Η. 252· ἀγκὰς δ’ ἀλλήλων λαβέτην, (ἐπὶ παλαιστῶν), Ἰλ. Ψ. 711: πρβλ. ἄγκαθεν· (Πιθ. ἀντὶ ἀγκάζε ἐκ τοῦ ἀγκὴ = ἀγκάλη).

English (Autenrieth)

adv.: into or in the arms, with ἔχε, ἐλάζετο, etc.

Greek Monotonic

ἀγκάς: [ᾰς], επίρρ., μέσα στην αγκαλιά, σε Όμηρ., Θεόκρ.

Middle Liddell

in or into the arms, Hom., Theocr.