ἀνεγείρω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναγερῶ, <i>ao.</i> [[ἀνήγειρα]], <i>pf. inus.</i><br />faire lever :<br /><b>1</b> réveiller : [[ἐκ]] λεχέων OD éveiller et faire lever de son lit ; (<i>au Pass., ao.</i> ἀνηγέρθην) se réveiller;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> éveiller, exciter, encourager;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνεγείρομαι (<i>ao.2 sync.</i> [[ἀνηγρόμην]]) se réveiller, se lever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἐγείρω]].
|btext=<i>f.</i> ἀναγερῶ, <i>ao.</i> [[ἀνήγειρα]], <i>pf. inus.</i><br />faire lever :<br /><b>1</b> réveiller : [[ἐκ]] λεχέων OD éveiller et faire lever de son lit ; (<i>au Pass., ao.</i> ἀνηγέρθην) se réveiller;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> éveiller, exciter, encourager;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀνεγείρο]]μαι (<i>ao.2 sync.</i> [[ἀνηγρόμην]]) se réveiller, se lever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἐγείρω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:52, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεγείρω Medium diacritics: ἀνεγείρω Low diacritics: ανεγείρω Capitals: ΑΝΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: anegeírō Transliteration B: anegeirō Transliteration C: anegeiro Beta Code: a)negei/rw

English (LSJ)

A wake up, rouse, ἐξ ὕπνου Il.10.138; ἐκλεχέων Od.4.730; τὴν ἀηδόνα Ar.Av.208:—Pass., E.HF1055; ἀνηγέρθη X.An.3.1.12, AP11.257 (Lucill.): poet. aor. Med. ἀνεγρόμην A.R.1.522; ἀναέγρετο Maiist.31. II metaph., wake up, raise, κῶμον Pi.I.8(7).2; μολπήν Ar.Ra.370:—Pass., ἀνεγειρομένα φάμα Pi.I.4(3).23. 2 metaph. also, rouse, encourage, ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Od.10.172; stir, rouse the spirit of, θυμοειδῆ ἵππον X.Eq.9.6:—Med., take heart, Ph.2.120. III of buildings, raise, δόμον AP9.693a, cf. Lib.Or.11.56; ἀπὸ θεμελίων OGI422 (Judaea).

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. ἀνήγρετο S.Fr.824]
I de pers. y anim.
1 despertar, hacer levantar Ὀδυσῆα ... ἐξ ὕπνου ἀνέγειρε Il.10.138, ἐκ λεχέων μ' ἀνεγεῖραι Od.4.730, τὴν ἀηδόνα Ar.Au.208, cf. 203
fig. μναμοσύναν Pi.O.8.74
fig. levantar el ánimo, excitar ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Od.10.172, ἵππον X.Eq.9.6, cf. Hp.Mul.2.203
en v. med. animarse Ph.2.120.
2 en v. med.-pas. despertarse ἀνήγρετο (ἐξ ὕπνου) S.Fr.824, cf. E.HF 1055, Pl.Phd.72b, περίφοβος δ' εὐθὺς ἀνηγέρθη X.An.3.1.12, cf. Pl.Phd.71d, AP 11.257 (Lucill.), A.R.1.522, Maiist.31, Theoc.27.69.
3 resucitar de Cristo, Iust.Phil.Dial.106.1.
II de cosas
1 de casas, etc. construir δόμον AP 9.693, cf. Lib.Or.11.56, ἀπὸ θεμελίων OGI 422 (Judea), LXX Si.49.13
restaurar, reconstruir τὸ ἱερόν Eus.PE 10.14.8.
2 fig., de voces, etc., elevar, levantar κῶμον Pi.I.8.3, μολπήν Ar.Ra.370
en v. pas. (φάμα) ἀνεγειρομένα Pi.I.3.41, ἠχή Musae.315.

German (Pape)

[Seite 219] aufwecken, ἐξ ὕπνου Il. 10, 138; ἐκ λεχέων Od. 4. 730; aufregen, ermuthigen, ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι 10, 172; Pind. κῶμον, anregen, I. 3, 41; μναμοσύναν Ol. 8, 74, das Andenken auffrischen; μολπήν, Gesang anheben, Ar. Ran. 370; δόμον, erbauen, Ep. ad. (IX. 693); δώματα ad. 490 (X, 119). – Pass., aufwachen, Plat. Phaed. 71 b; ἀνηγέρθη, er wurde wach, Xen. An. 3, 1, 12. Vgl. ἀνέγρομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναγερῶ, ao. ἀνήγειρα, pf. inus.
faire lever :
1 réveiller : ἐκ λεχέων OD éveiller et faire lever de son lit ; (au Pass., ao. ἀνηγέρθην) se réveiller;
2 en gén. éveiller, exciter, encourager;
Moy. ἀνεγείρομαι (ao.2 sync. ἀνηγρόμην) se réveiller, se lever.
Étymologie: ἀνά, ἐγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεγείρω:
1 пробуждать, будить (τινὰ ἐξ ὕπνου Hom.; μναμοσύναν Pind.): περίφοβος ἀνηγέρθη Xen. он в страхе проснулся;
2 подбодрять, возбуждать (ἑταίρους ἐπέεσσι Hom.; κῶμον Pind.); горячить (ἵππον Xen.);
3 начинать, запевать (μολπήν Arph.);
4 воздвигать, возводить (δώματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεγείρω: μέλλ. -ερῶ (ἴδε ἐγείρω): - ἐξεγείρω, ἐξυπνίζω, ἐξ ὕπνου Ἰλ. Κ. 138· ἐκ λεχέων Ὀδ. Δ. 730· τὴν ἀηδόνα Ἀριστοφ. Ὄρν. 208: - Παθ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1055· ἀνηγέρθη Ξεν. Ἀν. 3. 1, 12, Ἀνθ. Π. 11. 25· μέσ. ἀόρ. ποιητ. ἀνεγρόμην Ἀπολλ. Ρόδ. Λ. 522, κτλ. 2) μεταφ., διεγείρω, ἐξεγείρω, κῶμον Πινδ. Ι. 8 (7). 5· μολπὴν Ἀριστοφ. Βάτρ. 370. - Παθ., ἀνεγειρομένα φάμα Πινδ. Ι. 4. 40 (3. 41). 3) καὶ μεταφ., ἐξεγείρω, ἐπιθαρρύνω, διεγείρω, ἀνέγειρα δ’ ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Ὀδ. Κ. 172: διεγείρω, ἐρεθίζω, παροξύνω, θυμοειδῆ ἵππον Ξεν. Ἱππ. 9, 6. ΙΙ. ἐπὶ οἰκοδομῶν, ἀνεγείρω, οἰκοδομοῦμαι, κτίζω, δόμον Ἀνθ. ΙΙ. 9. 693.

English (Autenrieth)

aor. ἀνέγειρα, inf. ἀνεγεῖραι: wake up; met., ἀνέγειρα δ' ἑταίρους | μειλιχίοις ἐπέεσσι, ‘rousedthem from their despair, Od. 10.172.

English (Slater)

ἀνεγείρω awaken met. ἀλλ' ἐμὲ χρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα φράσαι χειρῶν ἄωτον (O. 8.74) ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) ἀλλἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει (I. 4.23) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.3) Μοῖσ' ἀνέγειῤ ἐμέ fr. 6a. e.

Greek Monolingual

(AM ἀνεγείρω)
χτίζω, οικοδομώ
μσν.
(αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαι
αρχ.
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον
2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω
3. εξεγείρω, ερεθίζω.

Greek Monotonic

ἀνεγείρω: μέλ. -ερῶ,
I. 1. σηκώνομαι, ξυπνώ, εγείρομαι, ἐξ ὕπνου, ἐκ λεχέων, σε Όμηρ. — Παθ., σε Ευρ., Ξεν.
2. μεταφ., διεγείρω, εξεγείρω, σε Πίνδ.
3. μεταφ. επίσης, ενθαρρύνω, προτρέπω, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για οικοδομές, ανεγείρω, χτίζω, ανοικοδομώ, σε Ανθ.

Middle Liddell


I. to wake up, rouse, ἐξ ὕπνου, ἐκ λεχέων Hom.:—Pass., Eur., Xen.
2. metaph. to wake up, raise, Pind.
3. metaph. also to rouse, encourage, Od.
II. of buildings, to raise, Anth.