ἄσπερμος: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[estéril]], [[carente de descendencia]], [[γενεή]] <i>Il</i>.20.303, γένος Luc.<i>Am</i>.35, en cont. astrol. para los nacidos en el intervalo entre Tauro y Géminis, Heph.Astr.1.1.41, cf. anón. astrol. en <i>PSI</i> 1289b.2.7, de anim. op. [[πολύσπερμα]] y ὀλιγόσπερμα: ἄσπερμα (<i>sc</i> | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[estéril]], [[carente de descendencia]], [[γενεή]] <i>Il</i>.20.303, γένος Luc.<i>Am</i>.35, en cont. astrol. para los nacidos en el intervalo entre Tauro y Géminis, Heph.Astr.1.1.41, cf. anón. astrol. en <i>PSI</i> 1289b.2.7, de anim. op. [[πολύσπερμα]] y ὀλιγόσπερμα: ἄσπερμα (<i>[[sc.]]</i> [[γένη]]) sin semen</i> Arist.<i>GA</i> 725<sup>b</sup>29<br /><b class="num">•</b>de plantas [[sin semilla]] ἄ. τι γένος ... ἢ κακόσπερμον Thphr.<i>HP</i> 7.4.4, σικύοι <i>Gp</i>.12.19.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[huero]], [[estéril]] λόγου δὲ ... ἐφήμενος μὲν ἡ γένησις, ἄ. δὲ ὁ καρπός Max.Tyr.25.5.<br /><b class="num">2</b> en fórmulas contractuales [[no sembrado]] o [[sin provisión de semillas]] κλῆρος ἄ. <i>BGU</i> 1262.7 (III a.C.), <i>PFreib</i>.25.10 (II a.C.), <i>PYale</i> 51.16 (II a.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 27 November 2022
English (LSJ)
ον, without seed, i. e. posterity, Il.20.303, Luc.Am.35: metaph., καρπὸς λόγου Max.Tyr.31.5:—in literal sense, opp. πολύσπερμος, Arist.GA725b29; of plants, Thphr.HP7.4.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 estéril, carente de descendencia, γενεή Il.20.303, γένος Luc.Am.35, en cont. astrol. para los nacidos en el intervalo entre Tauro y Géminis, Heph.Astr.1.1.41, cf. anón. astrol. en PSI 1289b.2.7, de anim. op. πολύσπερμα y ὀλιγόσπερμα: ἄσπερμα (sc. γένη) sin semen Arist.GA 725b29
•de plantas sin semilla ἄ. τι γένος ... ἢ κακόσπερμον Thphr.HP 7.4.4, σικύοι Gp.12.19.2
•fig. huero, estéril λόγου δὲ ... ἐφήμενος μὲν ἡ γένησις, ἄ. δὲ ὁ καρπός Max.Tyr.25.5.
2 en fórmulas contractuales no sembrado o sin provisión de semillas κλῆρος ἄ. BGU 1262.7 (III a.C.), PFreib.25.10 (II a.C.), PYale 51.16 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 373] (σπέρμα), ohne Samen, ohne Nachkommenschaft, Il. 20, 303; Luc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans semence ; fig. sans postérité.
Étymologie: ἀ, σπέρμα.
English (Autenrieth)
(σπέρμα): without offspring, Il. 20.303†.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄσπερμος, -ον)
(για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ.
«άσπερμος σταφιδάμπελος»)
νεοελλ.
χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» — αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί)
αρχ.
1. χωρίς σπέρμα, χωρίς απογόνους («ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφαντος», Όμ.)
2. (για γυναίκα) η χωρίς άντρα, η άγονη
3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει σπέρμα («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ἄσπερμα πάμπαν», Αριστοτ.)
4. (για την ψυχή) αυτή που δεν επιδέχεται καλλιέργεια και διάπλαση
5. (για διδασκαλία) εκείνη που δεν καρποφορεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σπερμος < σπέρμα (πρβλ. ολιγόσπερμος, πάνσπερμος)].
Greek Monotonic
ἄσπερμος: -ον (σπέρμα), αυτός που δεν έχει σπόρους ή απογόνους, άσπορος ή άτεκνος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσπερμος:
1 лишенный семени (φυτὰ καὶ ζῷα Arst.);
2 не имеющий потомства, бездетный (γενεή Hom.).