Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέλισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=τραγούδι). Ἀπό τό [[μελίζω]] κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[μέλος]].
|mantxt=(=[[τραγούδι]]). Ἀπό τό [[μελίζω]] κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[μέλος]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλισμα Medium diacritics: μέλισμα Low diacritics: μέλισμα Capitals: ΜΕΛΙΣΜΑ
Transliteration A: mélisma Transliteration B: melisma Transliteration C: melisma Beta Code: me/lisma

English (LSJ)

ατος, τό, (μελίζω B) A song, Theoc.14.31, 20.28; cf. μέλιγμα. 2 air, melody, μ. λύρας AP7.196 (Mel.); lyric poetry, ib. 4.1.35 (Id.).

German (Pape)

[Seite 123] τό, Gesang, Lied; Theocr. 14, 31; von Anakreons Liedern, Mel. 1, 35 (IV, 1) Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chant;
2 air chanté avec accompagnement, mélodie.
Étymologie: μελίζω².

Russian (Dvoretsky)

μέλισμα: ατος τό песня, напев, мелодия Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μέλισμα: τό, (μελίζω Β) ᾆσμα, μέλος, ᾠδή, Θεόκρ. 14. 31., 20. 28. 2) «ἦχος», μελῳδία, Ἀνθ. Π. 4. 1, 35· μ. λύρας αὐτόθι 7. 196.

Greek Monolingual

το (ΑM μέλισμα) μελίζω
νεοελλ.
μουσ. περίτεχνο ποίκιλμα, φωνητικό ή οργανικό, που, είτε καλλωπίζει μεμονωμένους φθόγγους της μελωδίας είτε γεφυρώνει δύο ή περισσότερους φθόγγους, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μουσικής ερμηνείας αλλά και του ύφους και ήθους κάθε μουσικού πολιτισμού
μσν.
τεμάχιο, τμήμα
αρχ.
1. μελωδικός ήχος ή σκοπός, μελωδία, άσμαμέλισμα λύρας», Ανθ. Παλ.)
2. λυρική ποίηση.

Greek Monotonic

μέλισμα: τό (μελίζω), τραγούδι, σε Θεόκρ.· μελωδία, σε Ανθ.

Middle Liddell

μέλισμα, ατος, τό, μελίζω
a song, Theocr.: a tune, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=τραγούδι). Ἀπό τό μελίζω κι' αὐτό ἀπό τό μέλος.