περιηγητής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1  ;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui conduit autour :<br /><b>1</b> [[guide]];<br /><b>2</b> qui décrit en détail ; qui explique, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περιηγέομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui conduit autour :<br /><b>1</b> [[guide]];<br /><b>2</b> [[qui décrit en détail]] ; qui explique, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περιηγέομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:05, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιηγητής Medium diacritics: περιηγητής Low diacritics: περιηγητής Capitals: ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: periēgētḗs Transliteration B: periēgētēs Transliteration C: periigitis Beta Code: perihghth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who guides strangers, cicerone, π. καὶ ἀρχιατρός IG4.723 (Hermione), cf.3.1335, Plu.2.675e, Luc.VH2.31; at Delphi, Plu.2.395a (pl.), etc.; ὁ π. τῆς εἰκόνος the man who explains it, Luc.Cal.5. II author of geographical descriptions, as Dionysius ὁ περιηγητής; also of Polemo, Ath.5.210a, cf. Plu. Them. 32.

German (Pape)

[Seite 576] ὁ, der Herumführende, bes. der Fremde herumführt, ihnen die Merkwürdigkeiten des Ortes zeigt, Plut. de Pyth. or. 2 u. öfter. Daher der Erzähler, bes. der die Merkwürdigkeiten der Völker und Länder beschreibt, wie Διονύσιοςπεριηγητής, Sp., Luc. V. H. 2, 31 Calumn. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui conduit autour :
1 guide;
2 qui décrit en détail ; qui explique, gén..
Étymologie: περιηγέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιηγητής -οῦ, ὁ [περιάγω] rondleider, gids; Luc. 14.31; uitlegger:; ὁ περιηγητὴς τῆς εἰκόνος de uitlegger van het schilderij Luc. 15.5; spec. schrijver van een reisboek. Plut. Them. 32.5.

Russian (Dvoretsky)

περιηγητής: οῦ ὁ
1 проводник, гид Plut., Luc.;
2 описыватель, объяснитель (τῆς εἰκόνος Luc.).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. περιηγήτρια Ν περιηγούμαι
νεοελλ.
αυτός που ταξιδεύει σε διάφορα μέρη για να επισκεφθεί τα αξιοθέατα και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τών κατοίκων τους, ο τουρίστας
αρχ.
1. αυτός που οδηγεί τους ξένους στα διάφορα σημεία ενός χώρου ή ενός τόπου και τους δείχνει τα αξιοθέατα, ο ξεναγός
2. συγγραφέας γεωγραφικής περιγραφής.

Greek Monotonic

περιηγητής: -οῦ, ὁ (περιηγέομαι), αυτός που οδηγεί τους ξένους τριγύρω και τους παρουσιάζει τα αξιοθέατα, ξεναγός, παρουσιαστής, σε Λουκ.· αυτός που περιγράφει γεωγραφικές λεπτομέρειες, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁδηγῶν τοὺς ξένους καὶ δεικνύων εἰς αὐτοὺς τὰ ἄξια θέας, ξεναγός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1228, Πλούτ. 2. 675D· ἐν Δελφοῖς = ἐξηγητής, ὁ αὐτ. 395Α, 396C, κτλ.· ὁ π. τῆς εἰκόνος, ὁ ἑρμηνεύων αὐτήν, Λουκ. περὶ Διαβολ. 5· ὁ διὰ βίου π., ὁ ὁδηγός τινος δι’ ὅλης τῆς ζωῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 2. ΙΙ. ὁ περιγράφων γεωγραφικῶς τὰ καθέκαστα, οἷον Διονύσιοςπεριηγητής, πρβλ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 31, Ἀθήν. 210Α, κτλ.· ἴδε περιήγησις ΙΙ.

Middle Liddell

περιηγητής, οῦ, ὁ, περιηγέομαι
one who guides strangers about and shows what is worth notice, a cicerone, showman, Luc.:— a describer of geographical details, Luc.