κατάστικτος: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />piqueté, tacheté, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[καταστίζω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[piqueté]], [[tacheté]], [[moucheté]].<br />'''Étymologie:''' [[καταστίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, spotted, speckled, brindled, κύων S.Fr.11; δορά E.Ba.697; ὁ κνιπολόγος Arist.HA593a13; of garments, IG22.1514.11,al.; ἐσθής Arr.Ind.5, cf. Men.1019; tattooed, Str.7.5.4: metaph., dotted, χώρα κ. οἰκήσεσι Id.2.5.33; κατοικίαις μικραῖς Id.17.3.1; studded, κ. ἄστροις τιάραν Jul.Or.5.171a.
German (Pape)
[Seite 1382] gefleckt, mit Punkten versehen; δοραί Eur. Bacch. 696; D. Per. 183 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
piqueté, tacheté, moucheté.
Étymologie: καταστίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάστικτος -ον [καταστίζω] gespikkeld.
Russian (Dvoretsky)
κατάστικτος: пятнистый, пестрый (κύων Soph.; δοραί Eur.; ὁ κνιπολόγος Arst.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάστικτος, -ον) καταστίζω
1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος
2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός
3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος
αρχ.
1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με στίξη, με τατουάζ
2. (γενικά) γεμάτος από κάτι.
Greek Monotonic
κατάστικτος: -ον, καλυμμένος με στίγματα, σημαδεμένος, πιτσιλωτός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάστικτος: -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, ποικίλος, κύων Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ κνιπολόγος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, κατάστικτος φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. χιτών, ποικίλος, Ἀρρ. Ἰνδ. 5, Πολυδ. Ζ´, 55· κ. χιτών, ὁ ἔχων ζῷα ἢ ἄνθη ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.
Middle Liddell
[from καταστίζω
spotted, speckled, brindled, Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=γεμάτος στίγματα). Ἀπό το καταστίζω (=κηλιδώνω) → κατά + στίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.