κατάμομφος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamomfos
|Transliteration C=katamomfos
|Beta Code=kata/momfos
|Beta Code=kata/momfos
|Definition=ον, [[liable to blame]], [[inauspicious]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>145</span> (lyr.).
|Definition=κατάμομφον, [[liable to blame]], [[inauspicious]], A.''Ag.''145 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάμομφος -ον [καταμέμφομαι] [[afkeurenswaardig]].
|elnltext=κατάμομφος -ον [καταμέμφομαι] [[afkeurenswaardig]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμομφος Medium diacritics: κατάμομφος Low diacritics: κατάμομφος Capitals: ΚΑΤΑΜΟΜΦΟΣ
Transliteration A: katámomphos Transliteration B: katamomphos Transliteration C: katamomfos Beta Code: kata/momfos

English (LSJ)

κατάμομφον, liable to blame, inauspicious, A.Ag.145 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1364] dem Tadel unterworfen, tadelhaft, φάσματα Aesch. Ag. 143.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blâmable ; fâcheux.
Étymologie: κατά, μέμφομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάμομφος -ον [καταμέμφομαι] afkeurenswaardig.

Russian (Dvoretsky)

κατάμομφος: достойный порицания, дурной, тягостный (φάσματα Aesch.).

Greek Monolingual

κατάμομφος, -ον (Α)
1. άξιος μομφής
2. δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. άμομφος, επίμομφος].

Greek Monotonic

κατάμομφος: -ον (καταμέμφομαι), αξιοκατάκριτος, δυσμενής, δυσοίωνος, κακότυχος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμομφος: -ον, κατάμεμπτος, ἄξιος μομφῆς, δυσοίωνος, κατάμομφα φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 145.

Middle Liddell

κατάμομφος, ον καταμέμφομαι
liable to blame, inauspicious, Aesch.