πανδαισία: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />repas complet où tout abonde, repas où ne manque personne.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δαίς]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[repas complet où tout abonde]], [[repas où ne manque personne]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δαίς]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδαισία Medium diacritics: πανδαισία Low diacritics: πανδαισία Capitals: ΠΑΝΔΑΙΣΙΑ
Transliteration A: pandaisía Transliteration B: pandaisia Transliteration C: pandaisia Beta Code: pandaisi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (δαίς) complete banquet at which no one and nothing fails, Hdt.5.20, Ar.Pax565, Is.Fr.100, Plu.2.1102a, Supp.Epigr.4.304.6 (Panamara), Alciphr.3.18:—also πᾰν-δαίσιον, τό, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 457] ἡ, vollständiges Gastmahl, nach Harpocr., der es aus Is. u. Comic. citirt, τὸ πάντα ἔχειν ἄφθονα καὶ μηδὲν ἐλλείπειν ἐν τῇ δαιτί; vgl. Schol. Ar. Pax 565; οἴκατε πανδαισίῃ τελείῃ εἷστιῆσθαι, Her. 5, 20; Sp., wie Plut. non posse 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
repas complet où tout abonde, repas où ne manque personne.
Étymologie: πᾶν, δαίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανδαισία -ας, ἡ, Ion. πανδαισίη [πᾶς, δαίς] compleet feestmaal.

Russian (Dvoretsky)

πανδαισία: ион. πανδαισίη ἡ тж. pl. пышное пиршество, обильное угощение Her., Arph., Plut.

Greek Monolingual

ιων. τ. πανδαισίη, ή, ΝΑ
πλούσιο και μεγαλοπρεπές συμπόσιο, γεύμα όπου παρευρίσκονται όλοι και παρατίθεται κάθε είδος φαγητού, η ευωχία, το φαγοπότι
νεοελλ.
μτφ. πλούτος πνευματικών απολαύσεων ή αφθονία υλικών αγαθών (α. «μουσική πανδαισία
β. πανδαισία χρωμάτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δαισία (< -δαίτης < δαίομαι «μοιράζω»), πρβλ. κρεο-δαισία].

Greek Monotonic

πανδαισία: Ιων. -ίη, ἡ (δαίς), πλήρες συμπόσιο, συμπόσιο στο οποίο τίποτα δεν λείπει, σε Ηρόδ., Αριστοφ..

Greek (Liddell-Scott)

πανδαισία: Ἰων. -ίη, ἡ, (δαΐς) πλῆρες συμπόσιον, τελεία εὐωχία, δεῖπνον μεγαλοπρεπὲς πάντα ἔχον ἄφθονα καὶ μηδὲν ἐλλιπές, Ἡρόδ. 5. 20, Ἀριστοφ. Εἰρ. 565, Πλούτ. 2. 1102Β, πρβλ. Ἰσαῖον παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. -Ὡσαύτως πανδαίσιον, τό, Φώτ., Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πανδαισία˙ ἡ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν ἡδονὰς παρέχουσα εὐωχία ἢ πολυτελὴς τράπεζα»˙ προσέτι «πανδαισίαν˙ τὴν παντοδαπὰ ἐδέσματα καὶ πολυτελῆ ἔχουσαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

Middle Liddell

παν-δαισία, ἡ, δαίς
a complete banquet, a banquet at which nothing is wanting, Hdt., Ar.

Mantoulidis Etymological

(=συμπόσιο πού τά ἔχει ὅλα ἄφθονα). Ἀπό τό πᾶς + δαΐς (=μερίδα, συμπόσιο) τοῦ δαίω (=μοιράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.