πολλοστημόριος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’est qu'une petite partie d'une chose ; τὸ πολλοστημόριον la petite partie d'un tout.<br />'''Étymologie:''' [[πολλοστός]], [[μόριον]].
|btext=ος, ον :<br />qui n'est qu'une petite partie d'une chose ; τὸ πολλοστημόριον la petite partie d'un tout.<br />'''Étymologie:''' [[πολλοστός]], [[μόριον]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 22:24, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλοστημόριος Medium diacritics: πολλοστημόριος Low diacritics: πολλοστημόριος Capitals: ΠΟΛΛΟΣΤΗΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: pollostēmórios Transliteration B: pollostēmorios Transliteration C: pollostimorios Beta Code: pollosthmo/rios

English (LSJ)

ον, (μόριον) a number of times smaller, opp. πολλαπλάσιος, Arist.Top.147a26, Metaph.1020b28; πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον Id.Pol.1308b2; τὸ π. fraction, Id.Top.125a9; οὐδὲ π. ὧν σε δεῖ παθεῖν Luc.DDeor.1.1, cf. Phld.Mus.p.110 K.

German (Pape)

[Seite 658] aus einem von vielen Theilen bestehend, sehr klein; dah. τὸ πολλοστημόριον, ein sehr kleiner, der geringste Theil, Arist. top. 2, 8; Plut. adv. Stoic. 14; τῆς τοῦ Ξέρξου δυνάμεως, Them. 16. Bei Thuc. 6, 86 ist πολλοστὸν μόριον richtige Lesart.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'est qu'une petite partie d'une chose ; τὸ πολλοστημόριον la petite partie d'un tout.
Étymologie: πολλοστός, μόριον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλοστημόριος -ον [πολλαστός, μόριον] veel kleiner:; πολλοστημόριον τοῦ πρότερον veel minder waard dan vroeger Aristot. Pol. 1308b2; subst. τὸ πολλοστημόριον heel klein deel, fractie:. οὐδὲ πολλοστημόριον τοῦτο ὧν σε δεῖ παθεῖν dat is nog geen fractie van wat je verdient te ondergaan Luc. 79.5.1.

Russian (Dvoretsky)

πολλοστημόριος: составляющий крайне малую часть Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πολλοστημόριος: -ον, (μόριον) ὁ πολλάκις μικρότερος, ἀντίθετον τῷ πολλαπλάσιος, Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 12, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1· πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1. 1· ― τὸ π., μέρος ἀπείρως μικρόν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 10, καὶ διάφ. γραφ. (ἀντὶ πολλοστὸν μόριον) παρὰ Θουκ. 6. 86.

Greek Monolingual

-ο / πολλοστημόριος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το πολλοστημόριο(ν)
το ελάχιστο, το μικρότατο μέρος ενός όλου («οὐδὲ πολλοστημόριον τοῦτο ὧν σε δεῖ παθεῖν», Λουκιαν.)
αρχ.
ο πολλές φορές μικρότερος («πολλαπλάσιον ἤ πολλοστημόριον τοῦ πρότερον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλοστός + μόριον (πρβλ. δεκατη-μόριον, τεταρτη-μόριον.

Greek Monotonic

πολλοστημόριος: -ον, αυτός που είναι πολλές φορές μικρότερος, σε Αριστ.

Middle Liddell

πολλοστη-μόριος, ον,
many times smaller, Arist.