εὐχετάομαι: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :<br" to "$1 $2 :<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> [[prier]] :<br /><b>1</b> adresser un vœu <i>ou</i> une prière;<br /><b>2</b> [[rendre grâces]];<br /><b>II.</b> se vanter.<br />'''Étymologie:''' épq. c. [[εὔχομαι]]. | |btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> [[prier]] :<br /><b>1</b> adresser un vœu <i>ou</i> une prière;<br /><b>2</b> [[rendre grâces]];<br /><b>II.</b> [[se vanter]].<br />'''Étymologie:''' épq. c. [[εὔχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:46, 30 November 2022
English (LSJ)
Ep. for εὔχομαι, only in pres. and impf. (without augm.):—A pray, θεοῖσι… μεγάλ' εὐχετόωντο ἕκαστος Il.8.347, 15.369; Κρονίωνι… εὐχετάασθαι 6.268; πάντες δ' εὐχετόωντο θεῶν Δῒ Νέστορί τ' ἀνδρῶν 11.761, cf. Od.8.467. II boast, profess, c. inf., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; Od.1.172, etc.; with inf. omitted, A.R.1.189, Orph.A.289; brag, ἵνα μή τις… εὐχετόῳτ' ἐπέεσσι Il.12.391; οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι 17.19; μὰψ αὔτως εὐχετάασθαι 20.348; κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι to glory over them, Od.22.412.
German (Pape)
[Seite 1109] ep. = εὔχομαι, nur praes. u. impf., sie hen, beten, Il. 8, 347. 15, 369, θεῷ, zu einem Gotte, 6, 268 Od. 12, 356; Ap. Rh. 4, 588; auch πάντες δ' εὐχετόωντο θεῶν Διΐ, Νέστορι δ' ἀνδρῶν, Il. 11, 761, bewiesen ihm ihre Verehrung; auch = danken, Od. 8, 467; auch c. inf., πορεῖν Ap. Rh. 4, 588; λίθῳ, anbeten, 2, 1173. – Mit Zuversicht aussagen, sich rühmen, τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται Od. 1, 172, öfter; ἐπέεσσι, großprahlen, Il. 12, 391; ὑπέρβιον αὔτως εὐχετάασθαι, Il. 17, 19. 20, 348; aber κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι, Od. 22, 412, heißt nicht "sich über die Erschlagenen übermüthig erheben", sondern "auf Leichen beten". Auch sp. D., wie Orph. Arg. 287; Ap. Rh. 2, 359; Opp. Cyn. 2, 615.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
I. prier :
1 adresser un vœu ou une prière;
2 rendre grâces;
II. se vanter.
Étymologie: épq. c. εὔχομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὐχετάομαι: эп. (= εὔχομαι; только praes. и impf.)
1 обращаться с мольбами, молиться (θεοῖσι, Κρονίωνι Hom.);
2 воздавать хвалу, восхвалять (θεῶν Διῒ Νέστορι δ᾽ ἀνδρῶν Hom.);
3 (тж. εὐ. ἐπέεσσι Hom.) хвастаться, хвалиться (ἐπί τινι Hom.);
4 горделиво объявлять: τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται; Hom. кем они объявляют себя?
Greek (Liddell-Scott)
εὐχετάομαι: Ἐπικ. ἀντὶ εὔχομαι. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἄνευ αὐξ.). Εὔχομαι, δέομαι, θεοῖσι μεγάλ’ εὐχετόωντο ἕκαστος Ἰλ. Θ. 347· Κρονίωνι... εὐχετάασθαι Ζ. 268· πάντες δ’ εὐχετόωντο θεῶν Διῒ Νέστορί τ’ ἀνδρῶν Λ. 761, πρβλ. Ὀδ. Θ. 467. ΙΙ. καυχῶμαι, μετ’ ἀπαρ., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; Ὀδ. Α. 172, κτλ.· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 189, Ὀρφ. Ἀργ. 287: - μεγαλαυχῶ, κομπορρημονῶ, Λατ. gloriari, ἵνα μή τις... εὐχετόωτ’ ἐπέεσσι Ἰλ. Μ. 391· οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι Ρ. 19· μὰψ αὔτως εὐχετάασθαι Υ. 348: - κταμένοισιν ἐπ’ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι, κομπάζειν ἐπ’ αὐτῶν (ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὀλόλυξεν ἐν στίχ. 408) Ὀδ. Χ. 412.
English (Autenrieth)
(εὔχομαι), opt. εὐχετοῴμην: pray or offer obeisance, τινί, boast; εὐχετόωντο θεῶν Διὶ Νέστορί τ ἀνδρῶν, Il. 11.761, Od. 8.467; ὑπέρβιον, αὔτως εὐχετάασθαι, Il. 17.19, Il. 20.348; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται, Od. 1.172 (see εὔχομαι).
Greek Monotonic
εὐχετάομαι: αποθ., μόνο σε Επικ. ενεστ. και παρατ. εὐχετόωνται, -όωντο, απαρ. -άασθαι (εὔχομαι)·
I. προσεύχομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· αφιερώνω, τάζω, ορκίζομαι, σε Όμηρ.
II. καυχιέμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, κομπάζω, κορδώνομαι, καυχησιολογώ, με απαρ., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἐπ' ἀνδράσιν εὐχ., καυχιέται εις βάρος τους, στο ίδ.
Middle Liddell
εὐχετάομαι, only in epic pres. and imperf. εὐχετόωνται, -όωντο, inf. -άασθαι] εὔχομαι
Dep.
I. to pray, Il.; to make vows, Hom.
II. to boast oneself, profess, brag, boast, c. inf., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται; Od., etc.; ἐπ' ἀνδράσιν εὐχ. to glory over them, Od.