στέριφος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sterifos
|Transliteration C=sterifos
|Beta Code=ste/rifos
|Beta Code=ste/rifos
|Definition=η, ον,= [[στερεός]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[firm]], [[solid]], of ground, διὰ τοῦ ἕλους, ᾗ ἦν . . -ώτατον <span class="bibl">Th.6.101</span>, cf. Anon. ap. Suid. s.h.v.; τὰς πρῴρας -ωτέρας ἐποίησαν <span class="bibl">Th.7.36</span>; <b class="b3">στερίφοις . . τοῖς ἐμβόλοις</b> with their rams [[made solid]], ibid. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Subst. [[στέριφον]], [[τό]], [[rock-bottom]], IG22.1668.8, 1682.5. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[στεῖρα]] (B), [[barren]], [[unfruitful]], of women, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span> 641</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>149b</span>; of animals, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>611a12</span>; of fruit, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span> 2.11.1</span>.</span>
|Definition=η, ον,= [[στερεός]],<br><span class="bld">A</span> [[firm]], [[solid]], of ground, διὰ τοῦ ἕλους, ᾗ ἦν.. στεριφώτατον Th.6.101, cf. Anon. ap. Suid. s.h.v.; τὰς πρῴρας στεριφωτέρας ἐποίησαν Th.7.36; <b class="b3">στερίφοις.. τοῖς ἐμβόλοις</b> with their rams [[made solid]], ibid.<br><span class="bld">2</span> Subst. [[στέριφον]], τό, [[rock-bottom]], IG22.1668.8, 1682.5.<br><span class="bld">II</span> = [[στεῖρα]] (B), [[barren]], [[unfruitful]], of women, Ar.''Th.'' 641, Pl.''Tht.''149b; of animals, Arist.''HA''611a12; of fruit, Thphr.''CP'' 2.11.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> [[solide]], [[ferme]], [[dur]];<br /><b>2</b> stérile (femme);<br /><i>Cp.</i> στεριφώτερος, <i>Sp.</i> στεριφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[στερεός]]; cf. [[στερρός]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> [[solide]], [[ferme]], [[dur]];<br /><b>2</b> stérile (femme);<br /><i>Cp.</i> στεριφώτερος, <i>Sp.</i> στεριφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[στερεός]]; cf. [[στερρός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στέριφος -η -ον [~ στερεός] στέριπο Aristoph. Th. 1185, vast, hard, stevig, solide:. τὰς πρῴρας τῶν νεῶν στεριφωτέρας ἐποίησαν zij maakten de voorstevens van hun schepen steviger Thuc. 7.36.2.<br />στέριφος -η -ον [~ στεῖρος] [[onvruchtbaar]], [[van vrouwen]].
|elnltext=στέριφος -η -ον [~ στερεός] στέριπο Aristoph. Th. 1185, vast, hard, stevig, solide:. τὰς πρῴρας τῶν νεῶν στεριφωτέρας ἐποίησαν zij maakten de voorstevens van hun schepen steviger Thuc. 7.36.2.<br />στέριφος -η -ον [~ στεῖρος] [[onvruchtbaar]], [[van vrouwen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέρῐφος Medium diacritics: στέριφος Low diacritics: στέριφος Capitals: ΣΤΕΡΙΦΟΣ
Transliteration A: stériphos Transliteration B: steriphos Transliteration C: sterifos Beta Code: ste/rifos

English (LSJ)

η, ον,= στερεός,
A firm, solid, of ground, διὰ τοῦ ἕλους, ᾗ ἦν.. στεριφώτατον Th.6.101, cf. Anon. ap. Suid. s.h.v.; τὰς πρῴρας στεριφωτέρας ἐποίησαν Th.7.36; στερίφοις.. τοῖς ἐμβόλοις with their rams made solid, ibid.
2 Subst. στέριφον, τό, rock-bottom, IG22.1668.8, 1682.5.
II = στεῖρα (B), barren, unfruitful, of women, Ar.Th. 641, Pl.Tht.149b; of animals, Arist.HA611a12; of fruit, Thphr.CP 2.11.1.

German (Pape)

[Seite 937] = στερεός, στεῤῥός, starr, steif, fest; ῃ πηλῶδες ἦν καὶ στεριφώτατον, Thuc. 6, 101; τὰς πρώρας τῶν νεῶν ξυντεμόντες ἐς ἔλασσον στεριφωτέρας ἐποίησαν, 7, 56; unfruchtbar, Ar. Th. 641, von einer Frau, wie Plat. Theaet. 149 b; Arist. H. A. 9, 4; vgl. Ruhnk. Tim. p. 239. – Beim Schiffe ist ἡ στέριφος = στεῖρα, Suid. v. ἐπωτίσιν.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 solide, ferme, dur;
2 stérile (femme);
Cp. στεριφώτερος, Sp. στεριφώτατος.
Étymologie: στερεός; cf. στερρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέριφος -η -ον [~ στερεός] στέριπο Aristoph. Th. 1185, vast, hard, stevig, solide:. τὰς πρῴρας τῶν νεῶν στεριφωτέρας ἐποίησαν zij maakten de voorstevens van hun schepen steviger Thuc. 7.36.2.
στέριφος -η -ον [~ στεῖρος] onvruchtbaar, van vrouwen.

Russian (Dvoretsky)

στέρῐφος: бесплодный (sc. γυνή Plat.; ἡ ἵππος Arst.).
твердый, плотный, крепкий Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

στέρῐφος: -η, -ον, = στερεός, στερρός, σταθερός, στερεός, ἐπὶ ἐδάφους, διὰ τοῦ ἕλους ἦν ... στεριφώτατον Θουκ. 6. 101, πρβλ. Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ.· τὰς πρῴρας στεριφωτέρας ἐποίησας Θουκ. 7. 36· στερίφοις ... τοῖς ἐμβόλοις, μὲ τὰ ἔμβολά των πεποιημένα στερεά, αὐτόθι. ΙΙ. στεῖρος, Λατιν. sterilis, ἄγονος, ἄκαρπος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 641, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β, πρβλ. Ruhnk. Tim.· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4· ἐπὶ καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11, 2. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., στέριφος: ἡ, στεῖρα (Β), κοινῶς «στέρφος», Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στεῖρα, μὴ τεκοῦσα, μηδὲ τίκτουσα», καὶ «στερίφοις· ἀνισχύροις, ἀγόνοις», καὶ «στεριφώτερον· ἀνισχυρότερον. μὴ στερεώτερον».

Greek Monolingual

(I)
-ίφη, -ον, Α
1. στερεός, σταθερός, ασφαλής
2. το θηλ. ως ουσ.στέριφος
η στείρα πλοίου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στέριφον
α) η ρίζα βράχου
β) έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. στερ- του στερεός με εκφραστικό επίθημα -φος (πρβλ. ἔλαφος, ἔριφος). Το επίθ. είναι ομώνυμο του στέριφος (ΙΙ)].
(II)
-ίφη, -ον, Α
(για γυναίκα) στείρα, άγονη («στερίφη γὰρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα πώποτε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. ιδιόμορφου σχηματισμού < θ. στερ- της λ. στεῖρα «γυναίκα που δεν έχει ή δεν μπορεί πια να τεκνοποιήσει» και εκφραστικό επίθημα -φος (πρβλ. ἔλαφος, ἔριφος). Το επίθ. είναι ομώνυμο του στέριφος (Ι) (βλ. και λ. στερεός)].

Greek Monotonic

στέρῐφος: -η, -ον, = στερεός, στερρός·
I. σταθερός, συμπαγής, πάγιος, σε Θουκ.
II. στεῖρος, Λατ. sterilis, αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει απογόνους, στείρος, άκαρπος, άφορος, άγονος, στέρφος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

στέρῐφος, η, ον = στερεός, στερρός
I. firm, solid, Thuc.
II. = στεῖρος, Lat. sterilis, barren, Plat.

English (Woodhouse)

hard, solid, stout, hard of ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)