ἐπιμαρτύρομαι: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> prendre à | |btext=<b>1</b> [[prendre à témoin]] : τοὺς θεούς XÉN les dieux ; <i>abs.</i> attester au nom des dieux;<br /><b>2</b> [[adjurer]], [[conjurer]] : τινα [[μή]] et l'inf. qqn de ne pas….<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μαρτύρομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:00, 10 December 2022
English (LSJ)
[ῡ], A call to witness, appeal to, in case of a treaty, θεούς X.Cyr.8.5.25, An.4.8.7, etc.; in case of history, Id.HG3.4.4: abs., Plb.24.11.8; also, call a person to appear as one's witness, Ar.Nu.495, V.1437, etc.; followed by ὅτι . ., call bystanders to witness that... D.34.28. 2. call on earnestly, conjure, Hdt.5.92.ή, Th.6.29. 3. adduce as evidence, appeal to fact, ὅτι . . Pl.Phdr.244b: c. acc. rei et inf., Plu.Luc.35. II. = ἐπιμαρτυρέω 1, PLille 3.8 (iii B.C.), etc. 2. = ἐπιμαρτυρέω ΙΙ, Vett.Val.292.10.
German (Pape)
[Seite 960] ein Zeugniß abgeben, bezeugen; τόδε ἄξιον ἐπιμαρτύρασθαι ὅτι Plat. Phaedr. 244 b. – Gew. zu Zeugen anrufen, Zeugen herbeirufen, bes. θεούς, bei Abschließung von Verträgen, od. bei erlittenem Unrecht, Xen. Cyr. 8, 5, 25 Hell. 3, 4, 4; τὸν Δία Plat. Ep. VII, 350 b u. Folgde; absol., Ar. Nubb. 495; Pol. 25, 9, 8; D. Sic. 16, 21; – ἐπιμαρτυρόμεθα μὴ κατιστάναι τυραννίδας Her. 5, 92, 7; ἐπεμαρτύρετο μὴ ἀπόντος περὶ αὐτοῦ διαβολὰς ἀποδέχεσθαι, er beschwor sie, flehte sie an, Thuc. 6, 29; vgl. Pol. 3, 15, 12. – Vor Zeugen aussagen, versichern, πολλοὺς παρίστανται ἐπιμαρτυρόμενοι ὅτι Dem. 34, 28. S. ἐπιμαρτυρέω.
French (Bailly abrégé)
1 prendre à témoin : τοὺς θεούς XÉN les dieux ; abs. attester au nom des dieux;
2 adjurer, conjurer : τινα μή et l'inf. qqn de ne pas….
Étymologie: ἐπί, μαρτύρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμαρτύρομαι: (ῡ)1 призывать в свидетели (τοὺς θεούς Xen.; τὸν Δία Plat.);
2 подтверждать свидетельскими показаниями (ἐ., εἶτα δικάζεσθαι Arph.; τὰ παραπλήσια Polyb.);
3 заклинать, горячо возражать (μὴ κατιστάναι τυραννίδας Her.; μὴ ἀπόντος περὶ αὐτοῦ διαβολὰς ἀποδέχεσθαι Thuc.);
4 свидетельствовать, заявлять (категорически) (τόδε μὴν ἄξιον ἐπιμαρτύρασθαι, ὅτι … Plat.; ταύτην εἶναι ἀληθῆ χάριν NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμαρτύρομαι: ῡ, Ἀποθ., ἐπικαλοῦμαί τινα νὰ εἶναι μάρτυς, ἐπὶ συνθήκης, τοὺς θεοὺς Ξεν. Κύρ. 8. 5, 25, Ἀν. 4. 8, 7, κτλ.· ἐπὶ ἀδικίας ἢ βλάβης, ὁ αὐτ. ἐν τοῖς Ἑλλ. 3. 4, 4· καὶ ἀπολ., Πολύβ. 25. 9, 8· - ὡσαύτως, καλῶ τινα ὅπως ἐμφανισθῇ ὡς μάρτυς μου, ἐπικαλοῦμαι τὴν μαρτυρίαν τινός, Λατ. antestari, Ἀριστοφ. Νεφ. 495, πρβλ. Σφ. 1437. 2) ἐπικαλοῦμαι ἐνθέρμως, ἐξορκίζω τινά, Λατ. obtestari, Ἡρόδ. 5. 92. ἐν τέλ.· ἐπιμ. τινα μὴ ποιεῖν τι, αὐτόθι 93, Θουκ. 6. 29. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. ἑπομένου τοῦ ὅτι..., βεβαιῶ ἢ διακηρύττω ἐνώπιον μαρτύρων ὅτι..., Δημ. 915. 12, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 244Β· μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ ἀπαρ., Πλουτ. Λούκουλλ. 35. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468.
Greek Monolingual
ἐπιμαρτύρομαι (Α) επίμαρτυς
1. επικαλούμαι ως μάρτυρα («θεούς ἐπιμαρτυραμένους συνθέσθαι», Ξεν.)
2. καλώ κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο
3. καλώ τους παριστάμενους να μαρτυρήσουν ότι («πολλούς παρίστανται, ἐπιμαρτυρόμενοι ὅτι τὰ χρήματα ἤδη κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι», Δημοσθ.)
4. ικετεύω, εξορκίζω
5. παρουσιάζω ως επιχείρημα («τόδε μὴν ἄξιον ἐπιμαρτύρασθαι», Πλάτ.)
επιμαρτυρώ.
Greek Monotonic
ἐπιμαρτύρομαι: [ῡ], μέλ. -ῠροῦμαι, αποθ.,
1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα, επικαλούμαι, προσφεύγω σε, τοὺς θεούς, σε Ξεν.· επίσης, καλώ κάποιον ως μάρτυρά μου, Λατ. antestari, σε Αριστοφ.
2. επικαλούμαι με θέρμη, εξορκίζω κάποιον, Λατ. obtestari, σε Ηρόδ.· ἐπιμ. τινα μὴ ποιεῖν τι, καλώ κάποιον να μην κάνει κάτι, στον ίδ.
3. βεβαιώνω ή διακηρύσσω μπροστά σε, ενώπιον μαρτύρων ότι..., σε Δημ.
Middle Liddell
fut. -ῠροῦμαι
Dep.
1. to call to witness, appeal to, τοὺς θεούς Xen.:—also, to call a person as one's witness, Lat. antestari, Ar.
2. to call on earnestly, to conjure, Lat. obtestari, Hdt.; ἐπιμ. τινα μὴ ποιεῖν τι to call on one not to do, Hdt.
3. to affirm or declare before witnesses that . ., Dem.