πολύφατος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[περίφημος]], [[διαβόητος]]<br /><b>2.</b> [[έξοχος]], [[εξαίρετος]] («[[ὅθεν]] ὁ [[πολύφατος]] [[ὕμνος]] ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φημί]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>φατος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[περίφημος]], [[διαβόητος]]<br /><b>2.</b> [[έξοχος]], [[εξαίρετος]] («[[ὅθεν]] ὁ [[πολύφατος]] [[ὕμνος]] ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φημί]]), [[πρβλ]]. [[θεόφατος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφᾰτος Medium diacritics: πολύφατος Low diacritics: πολύφατος Capitals: ΠΟΛΥΦΑΤΟΣ
Transliteration A: polýphatos Transliteration B: polyphatos Transliteration C: polyfatos Beta Code: polu/fatos

English (LSJ)

ον, (φημί) much spoken of, famous, ἀγῶνες Pi.P.11.47; πολύφατος ὕμνος = excellent, noble strain, Id.O.1.8, cf. N.7.81.

German (Pape)

[Seite 675] wovon viel geredet od. gesprochen wird, viel gepriesen, berühmt; ἀγῶνες, Pind. P. 11, 47; auch ὕμνος, Ol. 1, 8; θρόος, N. 7, 81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont on parle beaucoup, très renommé;
2 qui mérite qu'on en parle beaucoup, noble, excellent.
Étymologie: πολύς, φημί.

Russian (Dvoretsky)

πολύφᾰτος:
1 много прославляемый, прославленный, славный (ἀγῶνες Pind.);
2 возвышенный, величественный (ὕμνος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφᾰτος: -ον, (φημὶ) ὁ περὶ οὗ πολὺς λόγος γίνεται, περιλάλητος, περίφημος, ἀγῶνες Πινδ. Π. 11. 71· π. ὕμνος, ἐξαίρετος, ἔξοχος ὕμνος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 1. 13, πρβλ. Ν. 7. 119.

English (Slater)

πολῠφᾰτος renownedπολύφατος ὕμνος (O. 1.8) Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων (P. 11.47) ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (N. 7.81)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, διαβόητος
2. έξοχος, εξαίρετοςὅθενπολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φατός (< φημί), πρβλ. θεόφατος].

Greek Monotonic

πολύφᾰτος: -ον (φημί), αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, υπέροχος, περιλάλητος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πολύ-φᾰτος, ον, φημί
much-spoken-of, very famous, excellent, Pind.