ἀλιτρία: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλῐτρία:''' ἡ, [[αμαρτία]], [[βλάβη]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀλῐτρία:''' ἡ, [[αμαρτία]], [[βλάβη]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[impiety]]=== | |||
Bulgarian: безбожие, неблагочестивост; French: [[impiété]]; German: [[Pietätlosigkeit]]; Greek: [[ανοσιότητα]], [[ασέβεια]]; Ancient Greek: [[ἄγος]], [[ἀθεμιστία]], [[ἀθεότης]], [[ἀλειτεία]], [[ἀλειτία]], [[ἀλιτεία]], [[ἀλίτημα]], [[ἀλιτρία]], [[ἀλιτροσύνη]], [[ἀναγνεία]], [[ἀνευλάβεια]], [[ἀνομία]], [[ἀνοσιότης]], [[ἀνοσιουργεία]], [[ἀνοσιουργία]], [[ἀσέβεια]], [[ἀσέβημα]], [[ἀφοβία]], [[βεβηλότης]], [[δυσσέβεια]], [[δυσσεβία]], [[δυσσεβίη]], [[τὸ δυσεβές]]; Irish: aindiagacht; Lithuanian: bedieviškumas; Russian: [[нечестивость]], [[непочтительность]]; Spanish: [[impiedad]]; Swedish: hänsynslös, ogudaktighet | |||
}} | }} |
Revision as of 22:47, 26 March 2023
English (LSJ)
ἡ, (from ἀλιτρέω) sinfulness, mischief, S.Fr.48, Ar.Ach.907; but ἀλίτρια· ἡ ἁμαρτωλός, Et.Gud.z.
Spanish (DGE)
(ἀλῐτρία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 maldad, impiedad S.Fr.48.
2 malicia, truhanería πίθακον ἀλιτρίας πολλᾶς πλέων Ar.Ach.907.
German (Pape)
[Seite 99] ἡ, Bosheit, Frevel, Ar. Ach. 871; VLL. ἁμαρτία; – ἀλίτρια aber die Frevlerin, E. G.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
scélératesse.
Étymologie: ἀλιτρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀλιτρία: ἡ досл. преступность, порочность, перен. проказливость (sc. τοῦ πιθήκου Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτρία: ἡ, ἁμαρτία, βλάβη, Σοφ. Ἀποσπ. 42, Ἀριστοφ. Ἀχ. 907· ἴδε ἐν λ. ἀλιτηρός.
Greek Monolingual
ἀλιτρία, η και ἀλίτρια (Α) ἀλιτρός
η κατάσταση του αμαρτωλού.
Greek Monotonic
ἀλῐτρία: ἡ, αμαρτία, βλάβη, σε Σοφ.
Translations
impiety
Bulgarian: безбожие, неблагочестивост; French: impiété; German: Pietätlosigkeit; Greek: ανοσιότητα, ασέβεια; Ancient Greek: ἄγος, ἀθεμιστία, ἀθεότης, ἀλειτεία, ἀλειτία, ἀλιτεία, ἀλίτημα, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀναγνεία, ἀνευλάβεια, ἀνομία, ἀνοσιότης, ἀνοσιουργεία, ἀνοσιουργία, ἀσέβεια, ἀσέβημα, ἀφοβία, βεβηλότης, δυσσέβεια, δυσσεβία, δυσσεβίη, τὸ δυσεβές; Irish: aindiagacht; Lithuanian: bedieviškumas; Russian: нечестивость, непочтительность; Spanish: impiedad; Swedish: hänsynslös, ogudaktighet