παμφαής: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παμφαής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που λάμπει πολύ, [[λαμπρότατος]], [[ολόλαμπρος]] («ἰὼ Γᾱ τε καὶ παμφαὴς ἀκτὶς Ἀελίου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρός]], [[διαυγής]], [[ξάστερος]] («τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ [[στάγμα]], παμφαὲς [[μέλι]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), | |mltxt=[[παμφαής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που λάμπει πολύ, [[λαμπρότατος]], [[ολόλαμπρος]] («ἰὼ Γᾱ τε καὶ παμφαὴς ἀκτὶς Ἀελίου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρός]], [[διαυγής]], [[ξάστερος]] («τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ [[στάγμα]], παμφαὲς [[μέλι]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), [[πρβλ]]. [[λευκοφαής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:20, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, all-shining, radiant, of fire, S.Ph.728 (lyr.) E.Tr. 548 (lyr.); of the sun, Id.Med.1251 (lyr.), cf. Ar.Av.1709, IG12(5).891.3 (Tenos), etc.; of honey, bright, pure, A.Pers.612.
German (Pape)
[Seite 454] ές, ganz klar, hell; μέλι, Aesch. Pers. 604; θείῳ πυρὶ παμφαής, von Herakles, Soph. Phil. 718; ἀκτὶς ἀελίου, Eur. Med. 1251; σέλας πυρός, Troad. 548; ἀστήρ, Ar. Av. 1706; sp. D. Auch in Prosa, ἥλιος, Arist. mund. 6 u. Sp., hellstrahlend.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout brillant.
Étymologie: πᾶν, φάος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμφαής -ές [πᾶς, φάος] allesverlichtend, helder stralend (van licht en vlammen):. παμφαὲς μέλι helder glanzende honing Aeschl. Pers. 612.
Russian (Dvoretsky)
παμφᾰής:
1 ослепительно яркий (θεῖος πῦρ Soph.; ἀκτὶς ἀελίου Eur.; ἀστήρ Arph.; ἥλιος Arst.);
2 совершенно светлый, прозрачный (μέλι Aesch.).
Spanish
Greek Monolingual
παμφαής, -ές (ΑΜ)
αυτός που λάμπει πολύ, λαμπρότατος, ολόλαμπρος («ἰὼ Γᾱ τε καὶ παμφαὴς ἀκτὶς Ἀελίου», Ευρ.)
αρχ.
καθαρός, διαυγής, ξάστερος («τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲς μέλι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκοφαής].
Greek Monotonic
παμφαής: -ές (φάος), ολόλαμπρος, πανέξυπνος, ιδιοφυής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για μέλι, καθαρό, αγνό, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παμφαής: -ές, ὅλος λάμπων, φεγγοβολῶν, λαμπρός, ἐπὶ τοῦ πυρός, Σοφ. Φ. 712, Εὐρ. Τρῳ. 548· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1251, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1709, κτλ.· ἐπὶ μέλιτος, λαμπρός, καθαρός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 612. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παμφαές· φαιδρότατον, πάντα φωτίζον».
Middle Liddell
παμ-φαής, ές φάος
all-shining, all-brilliant, radiant, Soph., Eur., etc.; of honey, bright, pure, Aesch.
Léxico de magia
-ές brillante, resplandeciente de Apolo-Helios χαῖρε, πυρὸς ταμία, ... παμφαές, ὑψικέλευθα, διιπετές te saludo, administrador del fuego, brillante, que paseas por caminos elevados, que caes del cielo P II 89