ποταμοφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το [[ρεύμα]] του ποταμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ποταμοφόρητος]] γη» — προσχωσιγενής [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[φορητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φορώ]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ναυσι</i>-<i>φόρητος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το [[ρεύμα]] του ποταμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ποταμοφόρητος]] γη» — προσχωσιγενής [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[φορητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φορώ]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[ναυσιφόρητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμοφόρητος Medium diacritics: ποταμοφόρητος Low diacritics: ποταμοφόρητος Capitals: ΠΟΤΑΜΟΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: potamophórētos Transliteration B: potamophorētos Transliteration C: potamoforitos Beta Code: potamofo/rhtos

English (LSJ)

ον, carried away by a river, Apoc.12.15, PMag.Par.1.876, Cyran.39; γῆ π. PStrassb.5.10 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 688] vom Flusse getragen, N. T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
emporté par le fleuve.
Étymologie: ποταμός, φορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμοφόρητος -ον [ποταμός, φορέω] door de rivier meegevoerd

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμοφόρητος: уносимый течением реки NT.

Spanish

llevado por el río

English (Strong)

from ποταμός and a derivative of φορέω; river-borne, i.e. overwhelmed by a stream: carried away of the flood.

English (Thayer)

ποταμοφορητου, ὁ (ποταμός and φορέω; like ἀνεμοφορητος (cf. Winer's Grammar, 100 (94))), carried away by a stream (i. e. whelmed, drowned in the waters): Hesychius under the word ἀπόερσε.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το ρεύμα του ποταμού
2. φρ. «ποταμοφόρητος γη» — προσχωσιγενής περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φορητός (< φορώ < φέρω), πρβλ. ναυσιφόρητος].

Greek Monotonic

ποτᾰμοφόρητος: -ον, αυτός που μεταφέρεται μακριά από τον ποταμό, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμοφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.

Middle Liddell

ποτᾰμο-φόρητος, ον,
carried away by a river, NTest.

Chinese

原文音譯:potamofÒrhtoj 坡他摩-賀雷拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:飲-攜帶(的)
字義溯源:河流沖去,沖去;由(ποταμός)*=河流)與(φορέω)=有負擔,帶)組成;其中 (φορέω)出自(φόρος)=負擔),而 (φόρος)又出自(φέρω)*=負擔)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 沖去(1) 啓12:15

Léxico de magia

-ον llevado por el río de Osiris ἐλθέ μοι, ὁ γενάμενος Ἑσιῆς καὶ π., ἔμπνευσον τῷ δεῖνα ἀνθρώπῳ ἢ παιδί ven a mí, el nacido Hesies y llevado por el río, inspira al hombre o muchacho tal P IV 876