εὐρωπός: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evropos | |Transliteration C=evropos | ||
|Beta Code=eu)rwpo/s | |Beta Code=eu)rwpo/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐρωπή, εὐρωπόν, = [[εὐρύς]], E.''IT''626, Opp.''H.''3.20, 4.526. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐρωπή, εὐρωπόν, = εὐρύς, E.IT626, Opp.H.3.20, 4.526.
German (Pape)
[Seite 1096] = εὐρύς, Gegensatz von στενωπός, χάσμα Eur. I. T. 626; ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι Opp. Hal. 4, 526; Hesych. erkl. auch dies Wort durch σκοτεινός, s. das Vor.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
large, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρωπός: широкий, обширный (χάσμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρωπός: -ή, -όν, = εὐρύς, Εὐρ. Ι. Τ. 626, Ὀππ. Ἁλ. 3. 20., 4. 526· πρβλ. στενωπός.
Greek Monolingual
εὐρωπός, -ή, -όν (ΑΜ)
ευρύς («ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -ωπος < -ωψ, -ωπος εκτεταμ. βαθμ. ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα)].
Greek Monotonic
εὐρωπός: -ή, -όν (εὐρύς, ὤψ), ποιητ. αντί εὐρύς, σε Ευρ.