συνεπισχύω: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synepischyo | |Transliteration C=synepischyo | ||
|Beta Code=sunepisxu/w | |Beta Code=sunepisxu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[join in supporting]], [[assist]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.4.6; τισι [[LXX]] ''2 Ch.''32.3, Plb.6.6.10, etc.; κατά τινων Id.6.8.1; ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν Id.28.5.5; σ. μοι ἀπαιτοῦντι ''BGU''1189.14 (i B.C./i A.D.); <b class="b3">αὐτοῖς ἀντεχομένοις</b> ib.1795.9 (i B.C.), cf. ''PSI''10.1160.9 (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως.. ''SIG''799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. ''IG''22.1013.6.<br><span class="bld">2</span> Astrol., [[combine energy]], of planetary influence, Vett.Val.107.14.<br><span class="bld">3</span> Medic., of symptoms, <b class="b3">σ. πρὸς τοῦ κάμνοντος κίνδυνον</b> [[contribute]] to... Gal.17(1).628. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
A join in supporting, assist, X.Mem.2.4.6; τισι LXX 2 Ch.32.3, Plb.6.6.10, etc.; κατά τινων Id.6.8.1; ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν Id.28.5.5; σ. μοι ἀπαιτοῦντι BGU1189.14 (i B.C./i A.D.); αὐτοῖς ἀντεχομένοις ib.1795.9 (i B.C.), cf. PSI10.1160.9 (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως.. SIG799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. IG22.1013.6.
2 Astrol., combine energy, of planetary influence, Vett.Val.107.14.
3 Medic., of symptoms, σ. πρὸς τοῦ κάμνοντος κίνδυνον contribute to... Gal.17(1).628.
French (Bailly abrégé)
joindre ses forces à celles de, aider de toutes ses forces, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπισχύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επ-ισχύω mede zijn kracht ervoor inzetten.
German (Pape)
mit verstärken, seine Kräfte mit Einem zu einem Zwecke vereinigen, ihm worin beistehen; Xen. Mem. 2.4.6; Pol. 18.24.11 und öfter; auch ταῖς πλεονεξίαις τινός, 28.5.5.
Russian (Dvoretsky)
συνεπισχύω: подкреплять своими силами, оказывать содействие, приходить на помощь Xen.: σ. τινί Polyb. оказывать поддержку кому(чему)-л.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπισχύω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπισχύω, ὑποστηρίζω, βοηθῶ, συμβοηθῶ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· τινὶ Πολύβ. 6. 6, 10, κτλ.· κατά τινος αὐτόθι 6. 8, 1· σ. ταῖς πλεονεξίαις τινὸς ὁ αὐτ. 28. 5, 5· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἑνώνω τὰς δυνάμεις μου μετά τινος ἄλλου ἐπὶ κακῷ, συνωμοτῶ, τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 6.
Spanish
Greek Monolingual
Α
1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῦ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.)
3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»].
Greek Monotonic
συνεπισχύω: μέλ. -ύσω [ῡ], ενισχύω, ενδυναμώνω, υποστηρίζω κάποιον από κοινού, συνεπικουρώ κάποιον, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ύσω
to join in supporting, Xen.
Léxico de magia
dar fuerza o dar poder mágico a un amuleto συνεπίσχυσον τῷ φυλακτηρίῳ τούτῳ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ da fuerza a este amuleto en esta noche P IV 1660