ποικιλομήχανος: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poikilomichanos | |Transliteration C=poikilomichanos | ||
|Beta Code=poikilomh/xanos | |Beta Code=poikilomh/xanos | ||
|Definition= | |Definition=ποικιλομήχανον, [[full of various devices]], [[Ἔρως]] Epigr. ap. Clidem.24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ποικιλομήχανον, full of various devices, Ἔρως Epigr. ap. Clidem.24.
German (Pape)
[Seite 650] voll mannichfaltiger Schliche, Künste, verschlagen, listig, Ἔρως, Ep. ad. 213 (App. 302).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux machinations variées, fertile en ruses.
Étymologie: ποικίλος, μηχανή.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλομήχανος: хитроумный, лукавый (Ἔρως Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλομήχᾰνος: -ον, ὁ ποικίλα μηχανώμενος, πολύτροπος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 302.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυμήχανος].
Greek Monotonic
ποικῐλομήχᾰνος: -ον, γεμάτος με διάφορα τεχνάσματα, σε Ανθ.